Τα προειδοποιητικά σημάδια ήταν πολλά. Στις αρχές της άνοιξης του 1932 οι αγρότες της Ουκρανίας είχαν αρχίσει να λιμοκτονούν. Αναφορές της μυστικής αστυνομίας και γράμματα από τις σιτοπαραγωγούς περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης –τον βόρειο Καύκασο, την περιοχή του Βόλγα, τη δυτική Σιβηρία– μιλούσαν για παιδιά πρησμένα από την πείνα, για οικογένειες που έτρωγαν γρασίδι και βαλανίδια, για αγρότες που έφευγαν από το σπίτι τους σε αναζήτηση τροφής. Τον Μάρτιο μια ιατρική επιτροπή βρήκε πτώματα στον δρόμο ενός χωριού κοντά στην Οδησσό. Κανείς δεν είχε δυνάμεις για να τους θάψει. Σε ένα άλλο χωριό οι αρχές προσπαθούσαν να αποκρύψουν από τους ξένους τους θανάτους. Αρνούνταν τα γεγονότα, παρότι ξετυλίγονταν μπροστά στα μάτια των επισκεπτών.

[…]

Τον λιμό δεν τον είχε δημιουργήσει η αστική τάξη. Η καταστροφική απόφαση της Σοβιετικής Ένωσης να υποχρεώσει τους αγρότες να αποποιηθούν τη γη τους και να ενταχτούν σε κολχόζ, η εκδίωξη των κουλάκων, των πλουσιότερων αγροτών, από το σπίτι τους, το χάος που ακολούθησε, όλες αυτές οι πολιτικές, για τις οποίες υπεύθυνος ήταν τελικά ο Ιωσήφ Στάλιν, ο Γενικός Γραμματέας του σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, είχαν οδηγήσει την ύπαιθρο στα πρόθυρα της λιμοκτονίας. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1932 πολλοί σύντροφοι του Στάλιν τού έστελναν επείγοντα μηνύματα από όλη την ΕΣΣΔ περιγράφοντας την κρίση. Οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας ήταν σε μεγάλη απόγνωση και μερικοί τού έστειλαν μακροσκελείς επιστολές παρακαλώντας τον για βοήθεια.

Στα τέλη του καλοκαιριού του 1932 πολλοί από αυτούς πίστευαν ότι μια μεγαλύτερη τραγωδία ήταν εφικτό να αποφευχθεί. Το καθεστώς θα μπορούσε να ζητήσει διεθνή βοήθεια, όπως είχε κάνει στον προηγούμενο λιμό το 1921. Θα μπορούσε να σταματήσει τις εξαγωγές σιτηρών ή να πάψει τις επιτάξεις σιτηρών ως τιμωρία. Θα μπορούσε να προσφέρει βοήθεια στις περιοχές που λιμοκτονούσαν, και το έκανε μέχρι έναν βαθμό αλλά καθόλου επαρκή.

Αντιθέτως το φθινόπωρο του 1932 το Πολιτικό Γραφείο, η ηγετική ελίτ του σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, πήρε μια σειρά αποφάσεων οι οποίες διεύρυναν και βάθυναν τον λιμό στην ουκρανική ύπαιθρο και ταυτοχρόνως εμπόδιζαν τους αγρότες να φύγουν από τη Δημοκρατία της Ουκρανίας σε αναζήτηση τροφής. Στο απόγειο της κρίσης οργανωμένες ομάδες αστυνομικών και ακτιβιστών του Κόμματος, παρακινούμενοι από την πείνα, τον φόβο και μία δεκαετία ρητορικής μίσους και καταγγελίας συνωμοσιών, έμπαιναν στα νοικοκυριά των αγροτών και έπαιρναν οτιδήποτε βρώσιμο: πατάτες, παντζάρια, κολοκύθες, φασόλια, μπιζέλια, οτιδήποτε έβρισκαν στον φούρνο και στα ντουλάπια, εκτρεφόμενα και κατοικίδια ζώα.

Το αποτέλεσμα ήταν καταστροφικό. Τουλάχιστον πέντε εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν από πείνα την περίοδο 1931-1934 σε όλη τη Σοβιετική Ένωση. Από αυτούς πάνω από 3.900.000 ήταν Ουκρανοί. Εκείνη την περίοδο και αργότερα τα έντυπα των εμιγκρέδων αποκαλούσαν τον λιμό του 1932-1933, λόγω του μεγέθους του, Χολοντομόρ, από τις ουκρανικές λέξεις χολόντ (πείνα) και μορ (εξόντωση).

Όμως ο λιμός ήταν μόνο η μισή ιστορία. Ενώ οι αγρότες πέθαιναν στην ύπαιθρο, η σοβιετική μυστική αστυνομία εξαπέλυσε επίθεση εναντίον της πνευματικής και πολιτικής ελίτ της Ουκρανίας. Παράλληλα με την εξάπλωση του λιμού, εξαπολύθηκε εκστρατεία συκοφαντιών και καταπίεσης εναντίον Ουκρανών διανοουμένων, καθηγητών πανεπιστημίου, εφόρων μουσείων, συγγραφέων, καλλιτεχνών, ιερέων, θεολόγων, δημόσιων αξιωματούχων και γραφειοκρατών. Όποιος συνδεόταν με τη βραχύβια Λαϊκή Δημοκρατία της Ουκρανίας, που είχε υπάρξει για λίγους μήνες μετά τον Ιούνιο του 1917, όποιος είχε προωθήσει την ουκρανική γλώσσα ή την ουκρανική ιστορία, όποιος είχε ανεξάρτητη λογοτεχνική ή καλλιτεχνική σταδιοδρομία κινδύνευε να διασυρθεί δημοσίως, να φυλακιστεί, να σταλεί σε στρατόπεδο εργασίας ή να εκτελεστεί. Μην μπορώντας να βλέπει όλα όσα συνέβαιναν, ο Μικόλα Σκρίπνικ, ένας από τους γνωστότερους ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουκρανίας, αυτοκτόνησε το 1933. Δεν ήταν ο μόνος.

Αυτές οι δύο πολιτικές, ο λιμός τον χειμώνα και την άνοιξη του 1933 και η επίθεση εναντίον της ουκρανικής πνευματικής και πολιτικής ελίτ τους μήνες που ακολούθησαν, επέφεραν τη σοβιετοποίηση της Ουκρανίας, την καταστροφή της ουκρανικής εθνικής ιδέας και την αποδυνάμωση της όποιας αμφισβήτησης της σοβιετικής ενότητας από την Ουκρανία. Ο Ραφαήλ Λέμκιν, ο Πολωνοεβραίος δικηγόρος που επινόησε τον όρο «γενοκτονία», θεωρούσε την Ουκρανία αυτής της περιόδου «κλασικό παράδειγμα» γενοκτονίας: «Είναι μια περίπτωση γενοκτονίας, εξόντωσης όχι μόνο ατόμων αλλά μιας κουλτούρας και ενός έθνους». Από τότε που ο Λέμκιν επινόησε τον όρο η «γενοκτονία» κατέληξε να χρησιμοποιείται με στενότερη και πιο νομική σημασία. Έγινε επίσης αμφιλεγόμενο σημαντικό ζήτημα, έννοια την οποία χρησιμοποιούν τόσο Ρώσοι όσο και Ουκρανοί, καθώς και διάφορες ομάδες εντός της Ουκρανίας στις πολιτικές αντιπαραθέσεις τους.

[…]

Η σοβιετοποίηση της Ουκρανίας δεν άρχισε και δεν τελείωσε με τον λιμό. Συλλήψεις Ουκρανών διανοουμένων και ηγετών συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη δεκαετία του ’30. Για πάνω από μισό αιώνα μετά τον λιμό οι διαδοχικοί Σοβιετικοί ηγέτες αντιμετώπισαν με σκληρότητα τον ουκρανικό εθνικισμό, όποια μορφή κι αν πήρε, είτε εκείνη της εξέγερσης μετά τον πόλεμο είτε ομάδων αντιφρονούντων τη δεκαετία του ’80. Εκείνα τα χρόνια η σοβιετοποίηση πήρε συχνά τη μορφή του εκρωσισμού. Η ουκρανική γλώσσα υποβιβάστηκε, η ουκρανική ιστορία δεν διδασκόταν.

Πάνω απ’ όλα, δεν διδασκόταν η ιστορία του λιμού το 1932-1933. Αντιθέτως από το 1933 έως το 1991 η ΕΣΣΔ αρνούνταν να παραδεχθεί ότι υπήρξε ποτέ λιμός. Το σοβιετικό κράτος κατέστρεψε τοπικά αρχεία, φρόντισε να μην αναφέρεται ως αιτία θανάτου η λιμοκτονία στα πιστοποιητικά θανάτου, αλλοίωσε τα δεδομένα απογραφών που έδωσε στη δημοσιότητα, προκειμένου να αποκρύψει τι είχε συμβεί. Όσο υπήρχε η ΕΣΣΔ δεν ήταν εφικτό να γραφεί πλήρως τεκμηριωμένη ιστορία για τον λιμό και την καταπίεση που τον συνόδευε.

Όμως το 1991 υλοποιήθηκαν οι χειρότεροι φόβοι του Στάλιν. Η Ουκρανία κήρυξε την ανεξαρτησία της. Η Σοβιετική Ένωση έπαψε να υπάρχει, εν μέρει ως  αποτέλεσμα της απόφασης της Ουκρανίας να αποσχιστεί. Για πρώτη φορά στην ιστορία δημιουργήθηκε μια κυρίαρχη Ουκρανία, μαζί με μια νέα γενιά Ουκρανών ιστορικών, αρχειοθετών, δημοσιογράφων και εκδοτών. Χάρη στις προσπάθειές τους μπορούμε τώρα να αφηγηθούμε την πλήρη ιστορία του λιμού το 1932-1933.

[…]

Αν αυτό το βιβλίο είχε γραφεί σε διαφορετική εποχή, αυτή η πολύ σύντομη εισαγωγή σε ένα πολύπλοκο θέμα θα μπορούσε ίσως να τελειώνει εδώ. Όμως, επειδή ο λιμός κατέστρεψε το ουκρανικό εθνικό κίνημα, επειδή αυτό το κίνημα αναζωογονήθηκε το 1991 και επειδή οι ηγέτες της σύγχρονης Ρωσίας εξακολουθούν να αμφισβητούν τη νομιμότητα του ουκρανικού κράτους, θα πρέπει να σημειώσω εδώ ότι άρχισα να συζητώ με συναδέλφους στο Ουκρανικό Ερευνητικό Ινστιτούτο του Χάρβαρντ την ανάγκη να γραφεί μια νέα ιστορία για τον λιμό το 2010. Ο Βίκτορ Γιανουκόβιτς είχε μόλις εκλεγεί Πρόεδρος της Ουκρανίας με τη στήριξη και την υποστήριξη της Ρωσίας. Τότε το πολιτικό ενδιαφέρον της υπόλοιπης Ευρώπης για την Ουκρανία ήταν περιορισμένο και τα άρθρα στον Τύπο για αυτή τη χώρα ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένας λόγος να σκεφτεί κάποιος ότι η επανεξέταση του λιμού του 1932-1933 θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως πολιτική δήλωση οποιουδήποτε είδους.

Ενώ εργαζόμουν για αυτό το βιβλίο, η επανάσταση του Μαϊντάν το 2014, η απόφαση του Γιανουκόβιτς να διατάξει ένοπλη επίθεση εναντίον των διαδηλωτών και κατόπιν η φυγή του από τη χώρα, η ρωσική εισβολή στην Κριμαία και η προσάρτησή της, η ρωσική εισβολή στην ανατολική Ουκρανία και η ρωσική προπαγανδιστική εκστρατεία έθεσαν εντελώς απροσδόκητα την Ουκρανία στο κέντρο της διεθνούς πολιτικής. Η έρευνά μου για την Ουκρανία καθυστέρησε λόγω των γεγονότων σε αυτή τη χώρα, τόσο επειδή έγραφα για αυτά, όσο και επειδή τα γεγονότα είχαν απορροφήσει την προσοχή των Ουκρανών συναδέλφων μου. Όμως, ενώ τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς είχαν θέσει την Ουκρανία στο επίκεντρο της παγκόσμιας πολιτικής, αυτό το βιβλίο δεν γράφηκε ως αντίδραση σε αυτά τα γεγονότα. Το βιβλίο δεν παίρνει θέση υπέρ ή κατά οποιουδήποτε Ουκρανού πολιτικού ή ουκρανικού κόμματος, ούτε συνιστά αντίδραση στα τωρινά γεγονότα στην Ουκρανία. Αντιθέτως προσπαθεί να αφηγηθεί την ιστορία του λιμού χρησιμοποιώντας νέα αρχεία, νέες μαρτυρίες και πρόσφατη έρευνα και λαμβάνοντας υπόψη το έργο εξαιρετικών ιστορικών τους οποίους αναφέραμε προηγουμένως.

Αυτό δεν σημαίνει ότι η ουκρανική επανάσταση, τα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ουκρανίας, η μαζική καταπίεση της ουκρανικής ελίτ ή ο λιμός δεν έχουν σχέση με τα τωρινά γεγονότα. Αντιθέτως είναι το κρίσιμο υπόβαθρο που αποτελεί τη βάση τους και τα εξηγεί. Ο λιμός και η κληρονομιά του παίζουν τεράστιο ρόλο στη σύγχρονη αντιπαράθεση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία για την ταυτότητά τους, τις σχέσεις τους και την κοινή σοβιετική εμπειρία τους. Όμως, προτού παρουσιάσουμε τα επιχειρήματα των δύο πλευρών ή κρίνουμε την αξία τους, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τι πραγματικά συνέβη.


*Αποσπάσματα από τον πρόλογο του άκρως ενδιαφέροντος και συνάμα επίκαιρου βιβλίου της Anne Applebaum «Ο κόκκινος λιμός» (μτφ Μενέλαος Αστερίου, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2019), που εξιστορεί τον πόλεμο του Στάλιν εναντίον της Ουκρανίας στις αρχές της δεκαετίας του 1930.

Η ιστορία επαναλαμβάνεται, μόνο ο πρωταγωνιστής διαφέρει…