Ανατρέχοντας στα ερωτήματα που προκύπτουν συνεχώς στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο του ΚΙΝΑΛ, εκτός από το «με ποιον θα πάμε» είναι και το «ποιους θα πάρουμε πίσω».

Ένα υποθετικό προληπτικό face control με τους υποψήφιους να καλούνται να ξεκαθαρίσουν εκ των προτέρων αν θα «δεχτούν» ή όχι ανθρώπους που έφυγαν από το ΠΑΣΟΚ και το ΚΙΝΑΛ προς τον ΣΥΡΙΖΑ και άλλα κόμματα.

Είναι ένα ακόμη αβάσιμο ερώτημα που λίγα πράγματα προσθέτει στην πολιτική συζήτηση, πέραν της συμβολικής τοποθέτησης του καθενός απέναντι στα απολωλότα πρόβατα της κεντροαριστεράς, προσπαθώντας να αποσείσουν από πάνω τους το ρόλο του τσομπάνη της βιβλικής παραβολής, που αντί να ασχοληθεί με τα 99 μαντρωμένα του πρόβατα τρέχει να βρει το ένα το χαμένο που το γυρνά στο σπίτι κουβαλώντας το τρυφερά στους ώμους.

Η πολιτική πράγματι έχει λίγη σχέση με την χριστιανική αγάπη οπότε τη λες και κατανοητή την αντίδραση των υποψηφίων, που έχουν απέναντι τους αρκετούς παραπάνω από 99 ψηφοφόρους που έμειναν με τη θέληση τους στον πολιτικό τους χώρο, ακόμη και σε εποχές που πιθανόν να μην ήταν κι ιδιαίτερα ευχάριστο γι’ αυτούς να τον υπερασπίζονται, κι έζησαν να λοιδορούνται από πρώην συντρόφους τους που βαφτίστηκαν στη μεγάλη επαναστατική κολυμβήθρα του Τσίπρα (σε ρόλο Σιλωάμ).

Απέναντι σε αυτούς τους ψηφοφόρους είναι λογικό, λοιπόν, ακόμη και υποψήφιοι που άρρητα ποντάρουν στην επιστροφή κάποιων στην παλιά πασοκική αγκαλιά (και βεβαίως υπάρχουν, ανάμεσα στους έξι, τέτοιοι), αυτοί δεν είναι δυνατόν να κάνουν δημόσια καλέσματα προς τους παραστρατημένους.

Ακόμη κι αν δεχτούμε, όμως, ότι η σιωπηλή αυτή φιλοδοξία είναι θεμιτή, είναι δυνατόν τα στελέχη του πρώην ΠΑΣΟΚ που είναι σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέψουν;

Ελάχιστοι θα ήταν δυνατό να το κάνουν και κυρίως αυτοί που κινούνται σε τοπικό επίπεδο. Όχι μόνο επειδή αυτό θα προκαλούσε ταραχή επιπέδου διάσπασης στη Χαριλάου Τρικούπη αλλά επειδή τα μεγαλοστελέχη που συνεχίζουν την καριέρα τους στις υψηλές τάξεις της Κουμουνδούρου αποτελούν πλέον οργανικό κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ – διότι, ας είμαστε ειλικρινείς, έχει παρέλθει προ πολλού η εποχή των κομματικών του 5%.

Σε ότι αφορά τους ψηφοφόρους, είναι σαφές ότι κανεις δεν θα τους υπαγορεύσει που να κατευθύνουν τις ψήφους τους και είναι ακόμη πιο σαφές πως, ότι και να λέει ο κάθε υποψήφιος, κανένα κόμμα δεν απέρριψε ψήφους.

Πάντως – για να μη ξεχνιόμαστε – οι αριθμοί κι η ιστορία μας λέει ότι ο μεγάλος όγκος των παλιών αυτών ψηφοφόρων έφυγε από το ΠΑΣΟΚ προς τον ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο των μνημονίων, μια περίοδο που δεν έχουμε προλάβει να αποτιμήσουμε πολιτικά με ψύχραιμο και καθαρό τρόπο και τυχόν επιστροφή τους καλό θα ήταν να μη βάλει την κεντροαριστερά σε μια περιδίνηση γύρω από το πρόσφατο παρελθόν της γιατί αυτό μόνο καλό δεν θα της κάνει.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, οι έξι υποψήφιοι πρόεδροι του ΚΙΝΑΛ δεν θα κριθούν από υποθετικά διλήμματα. Θα κριθούν εκ του αποτελέσματος, όπως κι ο επόμενος πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ.

Και το «με ποιον θα πάμε» ή το «ποιον θα αφήσουμε» δεν θα απαντηθεί διαγγελματικά, αλλά από την πολιτική κατεύθυνση του κόμματος που θα διαμορφώσει ο νικητής, από την ατζέντα του, από την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων του, από τη ρητορική του.