«Εγώ δεν γνωρίζω, κύριοι συνάδελφοι, ποιος παρέστη στην εκδήλωση για το Βίτσι. Ο πατέρας μου παρέστη στο Βίτσι».

   Ο Νίκος Δένδιας στην Ολομέλεια της Βουλής (5 Οκτωβρίου 2021)

Από ολόκληρη τη φορτισμένη τοποθέτηση του υπουργού Εξωτερικών την περασμένη Τρίτη συγκράτησα αυτές τις δύο προτάσεις. Αντιλαμβάνομαι ότι στις καλόπιστες, κακόπιστες ή ψυχρόαιμες «αναγνώσεις» των δύο προτάσεων, που ακολούθησαν τις επόμενες ημέρες, δόθηκαν από τις πιο συσταλτικές έως τις πιο διασταλτικές ερμηνείες – και η καθεμιά τους, οφείλω να ομολογήσω, εμπεριείχε ένα κομμάτι της αλήθειας, μολονότι η εντύπωση που δημιουργούσε συνολικά μπορεί να ήταν απατηλή. Κοινός τόπος των ερμηνειών είναι ότι, με την αντιδιαστολή ανάμεσα στο «παρίσταμαι σε εκδήλωση για το Βίτσι» και το «παρίσταμαι στο Βίτσι», ο Δένδιας πυροδότησε την κατοπινή συναισθηματική του έκρηξη και ουσιαστικά υπέγραψε επί τόπου τη διαγραφή του Κωνσταντίνου Μπογδάνου. Από εκεί και πέρα, οι κακόπιστοι – αλλά όχι απαραίτητα και κακώς πληροφορημένοι – θα ισχυριστούν ότι, με το αρχικό «δεν γνωρίζω ποιος παρέστη», πέταξε την μπάλα στην κερκίδα και προσέφερε σανίδα σωτηρίας τόσο στον έτερο νεοδημοκράτη βουλευτή που επίσης παρέστη στην εκδήλωση, όσο και στη διευθύντρια του πρωθυπουργικού γραφείου στη συμπρωτεύουσα. Η δική τους παρουσία στη «γιορτή μίσους» -μας είπε με άλλα λόγια ο Δένδιας – είναι άνευ σημασίας: εάν ξαπλώσει κάποιος στον βωμό της θυσίας, θα ξαπλώσει μονάχα ο Μπογδάνος.

Πάμε τώρα στον «πατέρα». Ο υπουργός Εξωτερικών μάς αποκάλυψε ότι ο πατέρας του πολέμησε στο Βίτσι, αλλά δεν μας αποκάλυψε με ποιανού την πλευρά τάχθηκε. Δεν νομίζω ότι η παράλειψή του ήταν αθέλητη: βρισκόταν στο ξεκίνημα της παρέμβασής του, όταν επέλεγε πολύ προσεχτικά τις λέξεις του και τίποτε δεν προμηνούσε ακόμη το ξέσπασμά του. Ασφαλώς  ο Δένδιας μπορεί να θεωρούσε αυτονόητο πως θα υποθέσουμε ότι ο πατέρας του πολέμησε με τον κυβερνητικό στρατό, αλλά το σχετικά φρέσκο παράδειγμα του Ευκλείδη Τσακαλώτου – ανιψιού πρώτου ξαδέλφου του στρατηγού Θρασύβουλου Τσακαλώτου (1897-1989), που όχι απλώς συμμετείχε, αλλά πρωταγωνίστησε στις αδελφοκτόνες μάχες – μας καθιστά επιφυλακτικούς ως προς την ισχύ των αυτονόητων στην Ελλάδα.

Εν πάση περιπτώσει. Εχω την αίσθηση ότι ο Δένδιας εσκεμμένα δεν ανέφερε το στρατόπεδο του πατέρα του. Σαν να ήθελε να υπογραμμίσει – δια της παραλείψεως – ότι εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι ο πατέρας του (κατ’ επέκτασιν, οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας) δεν εκφώνησε κανέναν δεκάρικο πανηγυρικό εκ του ασφαλούς επτά δεκαετίες αργότερα, περιστοιχισμένος από ομιλητές υπόπτων πεποιθήσεων και ποικίλης φαιδρότητας, αλλά έδωσε το «παρών» εκεί, στο πεδίο της μάχης.

Τι έγινε στο πεδίο της μάχης; Μια σφαγή. Δεν ήταν η πρώτη μεγάλη εμφύλια σφαγή και – κατά πως φαίνεται – δεν ευελπιστούμε όλοι εξίσου ότι θα είναι και η τελευταία. Νεαρά παιδιά βρέθηκαν εκεί, εικοσάχρονα, πολλά παρά τη θέλησή τους: είτε επειδή κλήθηκε η κλάση τους είτε επειδή επιστρατεύτηκαν από τους αντάρτες. Στην πλειονότητά τους τα υποψήφια σφάγια γνώριζαν την τύφλα τους για τους «απέναντι». «Κομμουνιστοσυμμορίτες» ή «μοναρχοφασίστες» ήταν οι καραμέλες που πιπιλούσαν οι επιτελείς τους· το μόνο σίγουρο που ήξεραν οι ίδιοι οι νέοι ήταν πως οι «απέναντι» αποτελούσαν το «εμπόδιο» προκειμένου να γυρίσουν στα σπίτια τους σώοι και αβλαβείς. Πυροβολούσαν για να μην τους πυροβολήσουν, σκότωναν για να μην τους σκοτώσουν. Κομματιάστηκαν από τις οβίδες, κάηκαν ζωντανοί από τις ναπάλμ ή βγήκαν από την κόλαση δια βίου σακάτηδες… – γιατί, άραγε;

Για να κορδώνονται στα μικρόφωνα πονηροί πολιτευτές και από τις δύο όχθες. Για να τηρούν ενός λεπτού σιγή προτού πέσουν με τα μούτρα στα παϊδάκια. Για να ματώνουν κατόπιν τα δαχτυλάκια τους με φιλιππικούς στα πληκτρολόγια. Η παλιά, η αρχαία ελληνική τραγωδία. Οπως είπε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στον νεαρό τότε ανθυποπλοίαρχο Αλέξανδρο Λοΐζο, αμέσως μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα του 1935: «Ο ελληνικός λαός, χωρίς καμιά αμφιβολία, κληρονόμησε από τους αρχαίους προγόνους του όλα τα ελαττώματά τους» (ένθετο στην «Καθημερινή», 5/10/2021). «Ηταν όλοι τους καλοί Ελληνες», συμφώνησαν a posteriori ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος με τον Μάρκο Βαφειάδη τον Μάιο του 1984, όταν έδωσαν τα χέρια μπροστά στην κάμερα της ιταλικής RAI· μικρή παρηγοριά για όσους σάπιζαν στα μνήματα εδώ και δεκαετίες.

Θα ήταν άδικο να χρεώναμε στον Μπογδάνο το μονοπώλιο της καπηλείας. Στο κάτω-κάτω, ο Κωνσταντίνος  δεν επανέλαβε παρά μέσες-άκρες όσα είπε και στη «γιορτή μίσους». Τόσο ο πρώτος Καραμανλής της πολιτικής δυναστείας, όσο και ο δεύτερος, είχαν απαγορεύσει σιωπηρά την προσέλευση δικών τους βουλευτών σε αυτά τα πανηγυράκια της μισαλλοδοξίας, αλλά σε όποια παραβίαση συνέβαινε αραιά και πού, έδειχναν κατά κανόνα κατανόηση: δεν μπορούσαν να αγνοήσουν ολοκληρωτικά τις ψυχολογικές ανάγκες του εκλογικού τους ακροατηρίου.

Πολύ θα θέλαμε να ισχυριστούμε ότι τουλάχιστον οι ηττημένοι του Εμφυλίου παρίσταναν τους υπεράνω, αλλά φευ: μάλλον δεν τους ειδοποίησε ακόμη κανείς ότι ηττήθηκαν. Εν ολίγοις,  ο Μπογδάνος δεν έστησε το εμφυλιοπολεμικό του τσαντίρι εν μέση οδώ. Προσήλθε  στον καταυλισμό όπου άλλοι πολιτευτές, πιο έμπειροι και πιο ύπουλοι, έχουν κατσικωθεί από χρόνια. Εάν το μπογδάνειο παραλήρημα με copy paste από τον Γρίβα (για τον Θεό σου, βρε Κωνσταντίνε: τον Γρίβα😉 δεν επισκίαζε τις κοινοβουλευτικές δοξολογίες για τη συμφωνία Ελλάδας – Γαλλίας, ίσως να μην το παίρναμε καν χαμπάρι.

Ακόμη κι έτσι, όμως, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης δεν επέτρεψε να χάσει ο δύστηνος Κωνσταντίνος ούτε για δεύτερο βράδυ σερί τον ύπνο του. «Η διαγραφή του κυρίου Μπογδάνου», δήλωσε στην τηλεόραση το επόμενο πρωί, «δεν προέκυψε από τον μεμονωμένο λόγο του βουλευτή, αλλά ήταν το σωρευτικό αποτέλεσμα άτυχων δηλώσεών του το τελευταίο διάστημα».

Οσο για το ενδεχόμενο να επιστρέψει ο βουλευτής στη στάνη; Η απάντηση του Γεραπετρίτη θα έπρεπε να διδάσκεται σε όλα τα σεμινάρια «στρίβειν δια του αρραβώνος». Επί λέξει: «Το πολιτικό σκηνικό είναι πολύ δυναμικό, εδώ υπάρχουν πολύπλευρες μετεγγραφές μεταξύ ετερόκλητων πολιτικών σχηματισμών, βλέπουμε συμμαχίες μεταξύ συνδυασμών που δεν θα το περίμενε κανείς. Μέσα στο πλαίσιο ενός δυναμικού πολιτικού παιχνιδιού, οτιδήποτε θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον». Με λιγότερη δεξιοτεχνία και περισσότερη ωμότητα, ο υπουργός θα μας έλεγε ότι δεν έχει τόση σημασία – ίσως και καθόλου – το τι κατά καιρούς τσαμπουνά ο κάθε βουλευτής, όση το κατά πόσον υπάρχουν ευήκοα ώτα για τα φληναφήματά του· εάν μάλιστα αυτά τα ευήκοα ώτα είναι και η «κρίσιμη μάζα» που θα καθορίσει την επόμενη εκλογική μας επιτυχία ή αποτυχία… ε, τότε, χαλάλι του: ας πει και μια κουβέντα παραπάνω.