«Θολώνει» ο δρόμος του Φρανκ Ρούτε προς τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης της Ολλανδίας, μετά την ψηφοφορία που πραγματοποιήθηκε τα ξημερώματα στη βουλή, τα μέλη της οποίας αποφάνθηκαν ότι ο επί δέκα χρόνια πρωθυπουργός της χώρας «είπε ψέματα» σε μια υπόθεση που έχει ταράξει το πολιτικό σκηνικό της χώρας.

«Εάν ήμουν στη θέση του, δεν θα συνέχιζα», δήλωσε χαρακτηριστικά η Σίγκριντ Κάαγκ, επικεφαλής του δεύτερου σε δύναμη κοινοβουλευτικού κόμματος, προσθέτοντας πως δεν είναι πλέον βέβαιη ότι επιθυμεί να συνεργαστεί μαζί του.

Υπενθυμίζεται ότι το φιλελεύθερο κόμμα VVD του Ρούτε ήταν ο ξεκάθαρος νικητής των εκλογών της 17ης Μαρτίου και όλοι θεωρούσαν σχεδόν σίγουρο ότι θα ηγηθεί και της νέας κυβέρνησης. Ωστόσο, οι συζητήσεις για τον σχηματισμό της διακόπηκαν απότομα στις 25 Μαρτίου, όταν ένας από τους επικεφαλής ομάδας διαπραγματευτών αποκάλυψε άθελά του ένα ευαίσθητο έγγραφο σε φωτορεπόρτερ, καθώς έφευγε βιαστικά από το Κοινοβούλιο έχοντας μάθει ότι διαγνώστηκε θετικός στην Covid-19.

Μια θέση για τον «ανεπιθύμητο»

Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, οι διαπραγματευτές συζητούσαν να τοποθετήσουν «αλλού» έναν δημοφιλή χριστιανοδημοκράτη βουλευτή, τον Πίτερ Όμτσιγκτ, που αν και στήριζε το απερχόμενο υπουργικό συμβούλιο, του ασκούσε έντονη κριτική. Αυτή η αναφορά ερμηνεύτηκε ως υπονοούμενο για μετακίνηση του Όμτσιγκτ εκτός Βουλής ή ακόμη και εκτός Ολλανδίας.

Ο Ρούτε ισχυρίστηκε αρχικά πως δεν ήταν αυτός που αναφέρθηκε σε μια «άλλη θέση» για τον Όμτσιγκτ. Αργότερα, όμως, αναγκάστηκε να παραδεχθεί την ανάμιξή του, καθώς και να ζητήσει συγγνώμη. Ωστόσο, αν και απέφυγε οριακά την έγκριση της πρότασης μομφής που είχε καταθέσει η αντιπολίτευση, βγαίνει πολιτικά πληγωμένος από την όλη διαδικασία και δεν είναι βέβαιο ότι θα καταφέρει να συγκεντρώσει την αναγκαία πλειοψηφία.

Στη σημερινή συνεδρίαση της Βουλής, ο Ολλανδός πρωθυπουργός δήλωσε σε δύσπιστους νομοθέτες ότι ξέχασε πως είχε αναφερθεί σε ιδιωτική συνομιλία για τη θέση του Όμτσιγκτ στο υπουργικό συμβούλιο. Όπως υποστήριξε, δεν υπαινίχθηκε μια θέση «αλλού», κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για το σχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου, κάτι που σήμαινε τεχνικά ότι δεν είπε τίποτα αναληθές.

Ο ακροδεξιός ηγέτης της αντιπολίτευσης, Γκερτ Βίλντερς, ο οποίος κατέθεσε την πρόταση δυσπιστίας, δήλωσε ότι ο Ρούτε «είπε ψέματα σε ολόκληρη τη χώρα». «Ψάξτε αλλού δουλειά εσείς ο ίδιος», είπε ο Βίλντερς. «Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε άλλο με αυτό τον πρωθυπουργό», συμπλήρωσε.

Ο ίδιος ο Όμτσιγκτ, ο οποίος ορκίστηκε την Τετάρτη βουλευτής, δήλωσε ότι ο υπαινιγμός πως πρέπει να απομακρυνθεί αποτελεί «προσβολή στον Ολλανδό ψηφοφόρο» και απαίτησε πλήρη διαφάνεια σχετικά με το πώς προέκυψε το όνομά του στο έγγραφο.

Ένστικτο πολιτικής επιβίωσης

Υπερασπιζόμενος σήμερα τον εαυτό του, ο Ρούτε αναφέρθηκε στο ιστορικό του, ως πρωθυπουργός της Ολλανδίας.

«Ηγήθηκα της χώρας μέσω μιας οικονομικής κρίσης, μιας μεταναστευτικής κρίσης και μέσω μιας πολύ σοβαρής υγειονομικής κρίσης, μιας πανδημίας, και ανυπομονώ να εργαστώ για την ανάκαμψη αυτής της χώρας», είπε.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Ρούτε δικαιολογήθηκε για ψευδείς δημόσιες δηλώσεις του, λέγοντας πως έχει… κακή μνήμη!

Ο Ρούτε, υποστηρίζοντας ότι δεν έχει «ενεργή μνήμη» κρίσιμων λεπτομερειών, επιβίωσε πολιτικά από μια σειρά έντονων συζητήσεων τα τελευταία χρόνια, σχετικά με ζητήματα που κυμαίνονταν από Ιρακινούς αμάχους που σκοτώθηκαν σε ολλανδικούς βομβαρδισμούς, έως ένα εταιρικό λόμπι για την κατάργηση του φόρου μερισμάτων.

Το σκάνδαλο με τα οικογενειακά επιδόματα

Υπενθυμίζεται ότι η προηγούμενη κυβέρνηση Ρούτε παραιτήθηκε τον Ιανουάριο, λόγω ενός σκανδάλου που συνδεόταν με τα οικογενειακά επιδόματα, στο οποίο πρωτοστάτησαν στελέχη της φορολογικής διοίκησης, καθώς και στελέχη αρκετών κυβερνήσεων.

Σύμφωνα με την κοινοβουλευτική επιτροπή που το διερεύνησε, οι εφοριακοί διέκοψαν τα επιδόματα που λάμβαναν πολλές οικογένειες – κυρίως φτωχές και μεταναστών – κατηγορώντας τις αδίκως για απάτη. Ορισμένοι γονείς υποχρεώθηκαν, μάλιστα, να επιστρέψουν αναδρομικά τα χρήματα που είχαν λάβει σε διάστημα πολλών ετών – σε κάποιες περιπτώσεις, ανέρχονταν σε δεκάδες χιλιάδες ευρώ.

Ο Όμτσιγκτ είχε υποβάλει τότε επίμονα ερωτήματα σχετικά με το σκάνδαλο, έως ότου αυτό αποκαλυφθεί δημόσια.