Πες το μου κι ας είναι ψέμα, κι ας με συγχωρέσουν παρακαλώ τα κρούσματα, οι οικείοι τους και οι γιατροί τους. Η 24η Μαρτίου ενεστώτος έτους ήταν για μένα η μόνη Covid free ημέρα των τελευταίων δώδεκα μηνών. Αυτός ο εορτασμός που σε κανονικές συνθήκες θα πέρναγε με γκρίνιες, καγχασμούς και σηκωμένα φρυδάκια, πέρασε μέσα μας σαν όλα τα εμβόλια του κόσμου μαζεμένα, σαν το γλυκό φρούτο του λωτού κομμένο κατευθείαν από το δέντρο, σαν τον ξαφνικό έρωτα που σήμερα έχει – αύριο δεν έχει, αλλά πάει πολύς καιρός από τότε που όλα είναι σήμερα.

Για να πω τα δικά μου, πρώτα και πάνω απ’ όλα μου άνοιξε την ψυχή η Πινακοθήκη. Οχι η νέα αλλά η παλιά. Αυτή που έχει μέσα τα έργα που με έκαναν άνθρωπο, που μου έδειξαν το πρόσωπό μου τότε που δεν είχα ακόμη γεννηθεί, τασυναισθήματα, τα έργα και τις επιδιώξεις μου τότε που δεν είχα τίποτα από όλα αυτά, που δεν ήμουν ακόμα έργο και επιδίωξη κανενός, γιατί ο άνθρωπος για να υπάρξει πρέπει προηγουμένως να έχει προϋπάρξει ως πιθανότητα και να τον λένε κάπως εν αγνοία του.

Η γνώση προϋποθέτει την άγνοια αλλιώς θα την αγνοούσαμε και θα την περνάγαμε φίνα και προπαντός ξεκούραστα. Για να μην τα πολυλογούμε, από τότε που η Εθνική Πινακοθήκη έγινε γιαπί, καραγκιόζ μπερντέ και ράθυμο εργοτάξιο είχα χάσει τη χαρά μου.

Οχι γιατί είμαι τύπος που ξημεροβραδιάζεται στα μουσεία – υπάρχουν μουσεία στην Αθήνα που δεν έχω δει ποτέ – αλλά γιατί αυτό το ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο του Αλεξάνδρου Σούτσου ήταν η γειτονιά μου, ο σαββατιάτικος καφές μου στο κηπάκι του, η εβδομαδιαία χαιρετούρα μου με τις μορφές και τους τόπους του Γύζη, του Λύτρα, του Ιακωβίδη, του Οικονόμου, του Παρθένη, του Γραμματόπουλου, του Αβλιχου, του Βολανάκη, του Διαμαντόπουλου, του Καπράλου, του Μαλέα, του Μόραλη, του Μπουζιάνη.

Ας σταματήσω εδώ για σήμερα κι όταν με το καλό εμβολιαστώ θα πάω να ασημώσω το νεογέννητο κτίριο και να σας πω την αποψάρα μου. Προς το παρόν, για μένα, είναι σα να έχει ανοίξει το παλιό, εκείνο που μου έλειπε και μ’ αγωνία γύρευα σ’ αυτή την κακόψυχη, τη βιτριολίστρια πόλη.