Οι «θεωρίες συνωμοσίας» αποτελούν το τελευταίο διάστημα έναν από τους βασικότερους «δημόσιους κινδύνους». Σύμφωνα με ένα αφήγημα που τείνει να γίνει κυρίαρχο, ένα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες είναι ότι οι άνθρωποι είναι πρόθυμοι να πιστέψουν θεωρίες και απόψεις που αντικρούουν επιστημονικά δεδομένα, διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, αναπαράγουν μυθολογίες και – το κυριότερο – λειτουργούν ως η δικαιολογία ή το άλλοθι για πρακτικές που είναι επικίνδυνες, από το αντιεμβολιαστικό κίνημα και τους «αρνητές της πανδημίας» μέχρι τα ακροδεξιά και ρατσιστικά κινήματα. Τμήμα αυτού του αφηγήματος και διάφορες ερμηνείες με πιο χαρακτηριστική αυτή που σπεύδει να αποδώσει το φαινόμενο στην έλλειψη παιδείας των ανθρώπων που πιστεύουν τέτοιες θεωρίες.

Προφανώς και αρκετές από τις περιγραφές του φαινομένου που συνηθίσαμε να ονομάζουμε θεωρίες συνωμοσίας είναι ακριβείς και η συνάρτηση ανάμεσα στην απήχησή τους και την ελλιπή κατανόηση ορισμένων φαινομένων είναι πραγματική. Όμως, αυτό που λείπει στην όλη συζήτηση είναι μια κριτική προσέγγιση όχι μόνο του τρόπου που έχουν απήχηση τέτοιες απόψεις αλλά και του τι εκφράζει μια ορισμένη εκδοχή πολεμικής εναντίον τους.

Οι θεωρίες συνωμοσίας ως ανεστραμμένη εκδοχή «επιστημονικής εξήγησης»

Σε μια τέτοια προσέγγιση θα είχε για παράδειγμα ενδιαφέρον να δούμε ότι οι «θεωρίες συνωμοσίας» στην πραγματικότητα αποτελούν μια ανεστραμμένη εκδοχή «επιστημονικής εξήγησης», δηλαδή προεκτείνουν στα άκρα μια ορισμένη εικόνα «επιστημονικότητας» σύμφωνα με την οποία είναι εφικτή μια μονοσήμαντη ερμηνεία και μια εύκολη γραμμική εξήγηση. Ή για να το πούμε διαφορετικά χωρίς μια ορισμένη εκδοχή επιστημονικότητας (και επιστημονισμού) δεν θα είχαμε «θεωρίες συνωμοσίας».

Ένα άλλο στοιχείο που συχνά ξεχνάμε είναι ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους υπάρχουν «θεωρίες συνωμοσίας» είναι επειδή υπήρξαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πραγματικές συνωμοσίες. Για παράδειγμα το αρχέτυπο των «θεωριών συνωμοσίας», τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών», ήταν προϊόν συνειδητής πλαστογραφίας και μεθόδευσης για να δικαιολογηθούν οι αντισημιτικές πολιτικές και τα πογκρόμ. Επιπλέον, η ολοένα και μεγαλύτερη ανάπτυξη των σύγχρονων υπηρεσιών πληροφοριών και των υπηρεσιών ασφαλείας, σήμαινε και τη διαμόρφωση εκτεταμένων αφανών δικτύων, που συχνά απολάμβαναν και μια ορισμένη ατιμωρησία και ένα μεγάλο ρεπερτόριο πρακτικών από τους agents provocateurs παλαιότερα, μέχρι τις false flag operations πιο πρόσφατα.

Ούτε βέβαια βοηθάει ο όγκος της πληροφορίας που μένει απόρρητος. Δεν αναφέρομαι μόνο σε δράσεις κρατικών φορέων που επειδή δεν εντάσσονται ακριβώς στα όρια της νομιμότητας καλύπτονται από πέπλο μυστικότητας. Αναφέρομαι και σε όλο το φάσμα παραγωγής γνώσης που καλύπτεται επίσης από μυστικότητα εφόσον σχετίζεται με την αμυντική βιομηχανία και την εξέλιξη οπλικών συστημάτων, μέσα από έρευνες που αφορούν όλο το φάσμα των επιστημονικών κλάδων, συμπεριλαμβανομένων των κοινωνικών επιστημών.

Ούτε μπορούμε να παραβλέψουμε ότι αρκετές φορές οι λόγοι τους οποίους επικαλούνται κυβερνήσεις για να δικαιολογήσουν πολιτικές δεν απέχουν από μια μορφή «θεωρίας συνωμοσίας». Αρκεί να αναλογιστούμε τον τρόπο που παρουσιάζονται συχνά οι μετανάστες ή οι πρόσφυγες ως «απειλή» ή τον τρόπο με τον οποίο συχνά παρουσιάζεται η «απειλή της τρομοκρατίας», για να μην αναφερθούμε στις μυθολογίες γύρω από τον νεανικό ριζοσπαστισμό ή, πιο πρόσφατα, τον ριζοσπαστικό φεμινισμό που συμβάλλουν στο παρουσιάζονται ως «απειλές» για την κοινωνική συνοχή.

Η ιδεολογική χρήση της έννοιας της «θεωρίας συνωμοσίας»

Επιπλέον, πολλές φορές η κατηγορία της «θεωρίας συνωμοσίας» αξιοποιείται λιγότερο ως καταγγελία ανορθολογικών πρακτικών και περισσότερο ως ιδεολογικός στιγματισμός. Στη χώρα μας το ζήσαμε αυτό όταν για παράδειγμα κάθε προσπάθεια να διατυπωθεί μια εναλλακτική οικονομική πολιτική που να μην στηρίζεται στην παραμονή της χώρας στο ευρώ, χαρακτηριζόταν με περισσή ευκολία ως «ψεκασμένη», την ώρα που εύλογα θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει ότι η πεποίθηση ότι οι αγορές «πάντα δίνουν λύση» είναι μάλλον ένδειξη ανορθολογισμού. Αλλά ακόμη και σήμερα, γύρω από την πανδημία έχει σημασία ότι δεν στοχοποιούνται μόνο οι εμφανώς αντιεπιστημονικές και ανορθολογικές απόψεις, αλλά ενίοτε και οι απόψεις που στη βάση επιστημονικών δεδομένων αμφισβητούν την αποτελεσματικότητα των μέτρων τύπου «lockdown».

Όλα αυτά σημαίνουν ότι το υπαρκτό πρόβλημα από την ανάδυση «θεωριών συνωμοσίας» δεν θα πρέπει να αποτελέσει λόγο για να υποτιμήσουμε την παράλληλη αμφισβήτηση της δυνατότητας (και της αναγκαιότητας) να τεθούν υπό κριτική επερώτηση κρίσιμες πολιτικές σε τελική ανάλυση (και όχι «τεχνικές») στρατηγικές και να συζητηθούν εναλλακτικές πολιτικές και μορφές διαχείρισης που να πηγαίνουν πέρα από όσα μέχρι τώρα θεωρούμε αυτονόητα, κάτι που άλλωστε αποτέλεσε πάντοτε το ειδοποιό στοιχείο τόσο της επιστημονικής όσο και της κοινωνικής προόδου.

Κριτικός ορθολογισμός

Η πρόκληση που τίθεται μπροστά μας είναι να μπορέσουμε να αποφύγουμε τόσο την επικίνδυνη επίφαση ορθολογισμού των «θεωριών συνωμοσίας», όσο όμως και τον απλό εφησυχασμό εντός μιας θετικιστικής και εργαλειακής εκδοχής επιστημονικότητας. Αυτό θα σήμαινε να ψηλαφήσουμε ξανά τη δυνατότητα ενός κριτικού ορθολογισμού, ικανού να κατανοεί το σύνθετο τρόπο με τον οποίο μορφές οικονομικής και πολιτικής εξουσίας και κοινωνικοί ανταγωνισμοί όντως επηρεάζουν τις διαδικασίες με τις οποίες παράγεται γνώση, καθιστώντας τες θεμελιωδώς μη ουδέτερες.