Να χαιρόμαστε που δανειζόμαστε το λες και οξύμωρο και ταυτόχρονα αναπηδά το ερώτημα μα …γιατί τέτοια τρέλα που η Ελλάδα χρεώθηκε με ακόμα 3,5 δισ. ευρώ πριν καλά καλά μπει το 2021.

Ποτέ και κανείς δεν μπορεί να πει ότι τα χρέη είναι ένα καλό νέο. Αν όμως τα αποκτήσεις, το σημαντικό είναι να ξέρεις που θα τα διοχετεύσεις, να μην ξεφύγει το κόστος και φυσικά να μπορείς να τα αποπληρώσεις. Εν μέσω τέτοιας σαρωτικής κρίσης για τις παγκόσμιες οικονομίες το να μπορεί η χώρα μας, που συγκριτικά είναι στις ριψοκίνδυνες χώρες της Ευρώπης, να δανείζεται με το ιστορικό χαμηλό επιτόκιο κάτω του 1% και όλα αυτά ενώ η επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους – αν έρθει- θα γίνει από το τρίτο τρίμηνο του 2021- το λες καλό νέο.

Σχετικά με την τσέπη μας, όταν το κράτος βάζει φθηνή ρευστότητα στα ταμεία ενισχύει το δημοφιλές και πολυσυζητημένο μαξιλάρι ( περί τα 36 δισ. ευρώ) και κρατά δυνάμεις για τυχόν ανατροπές στον προγραμματισμό των μέτρων στήριξης της πανδημίας σε περίπτωση που τελικά δεν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις της κυβέρνησης ότι μετά το Απρίλιο – Μάιο η κοινωνία θα ανοίξει σταδιακά. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι πόροι είναι δωρεάν ή και απεριόριστοι. Εξάλλου, ο φόβος ενός τρίτου κύματος-ενώ δεν έχουν περάσει καν δύο εβδομάδες από τότε που άνοιξε το εμπόριο- είναι υπαρκτός. Το οπλοστάσιο πρέπει να είναι γεμάτο…. Και αν τελικά τα χαρμόσυνα νέα έρθουν και ανοίξει η οικονομία μετά τον Απρίλιο η ρευστότητα αυξάνει και το βαθμό ευελιξίας μίας κυβέρνησης να ενισχύσει κλάδους, εργασία, νοικοκυριά με μέτρα (μόνιμης) ελάφρυνσης την επόμενη ημέρα της πανδημίας.

Οι λόγοι που η Ελλάδα κατάφερε να δανειστεί με χαμηλό επιτόκιο είναι καταρχάς το ευνοϊκό κλίμα που έχει δημιουργήσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η όρεξη των επενδυτών γενικώς για ομόλογα της περιφέρειας, αλλά και οι θετικές εκθέσεις αναλυτών για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας όπου βλέπουν αναβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας το 2021- 2022, που σημαίνει επιστροφή στην επενδυτική κατηγορία μέσα στο 2022.

Έτσι, η Ελλάδα παρά  την συνεχή απειλή των lockdowns δανείστηκε με επιτόκιο 0,80%, το οποίο είναι το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί, ενώ και το επίπεδο των προσφορών έφτασε σε υψηλά 25 δισ. ευρώ, με τους αναλυτές να σχολιάζουν πως πρόκειται για τη μεγαλύτερη ζήτηση που έχει καταγραφεί για ελληνικό δεκαετές ομόλογο από το 2010.

Η αγορά λοιπόν χαίρεται. Δίνει σήμα για γενικότερη εμπιστοσύνη των επενδυτών στο μεσοπρόθεσμο μέλλον της οικονομίας και όπως με όλα τα πράγματα στη ζωή το κρίσιμο είναι πως διαχειρίζεσαι αυτό που κρατάς στα χέρια σου, ή και ότι σου φέρνει η ζωή. Σε ένα θολό μέλλον αποτελεί πρόκληση ο τρόπος διαχείρισης όχι μόνο της ρευστότητας, των δημοσιονομικών και των δαπανών, αλλά κυρίως της κοινωνίας, που είναι κουρασμένη, στη φάση μετά την πανδημία. Τότε, ο καθένας μας θα κάνει ταμείο και μόνον τότε θα φανεί τι απέγιναν τα δικά μας  “μαξιλάρια”.