Οι Έλληνες αγαπούν την μικρή φόρμα-δεν τους πάνε τα ογκώδη, περιγραφικά μυθιστορήματα με τις υποβλητικές σκηνές και την διείσδυση στον ψυχισμό των ηρώων. Εδώ έχουμε καλοκαιρία σχεδόν όλον τον χρόνο, η ζέστη και το φως παρουσιάζουν άλλες πραγματικότητες πιο ενδιαφέρουσες από την αληθινή. Οι ήρωες των Ελλήνων πεζογράφων ακριβατούν, συχνά, μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ακόμα κι όταν το όνειρο δεν είναι κάτι υπερβατικό, αλλά κάτι ιδεολογικό. Η Ωραία Γυναίκα. Ο Καλός Πολίτης. Ο Σωστός Αριστερός. Η Βασανισμένη Μάνα.

Έτσι, συμβαίνει συχνά να διαβάζουμε για Σύμβολα και όχι για ήρωες, των οποίων οι ιστορίες φέρουν πολλά κυβικά από το προσωπικό δράμα του συγγραφέα και, ίσως, ξεχνιούνται έπειτα από λίγο. Γι’ αυτό, άλλωστε το διήγημα και η νουβέλα βολεύει τον Έλληνα συγγραφέα: η σύντομη έκταση τους δικαιοδοτεί να μην εμβαθύνουν, παρά να πυον αυτό που θέλουν, να φωτίσουν εκείνο το κομμάτι της πραγματικότητας που επιλέγουν/τους βολεύει/αντέχουν/μπορούν. Με στοιχεία, συχνά, πεζοποίησης, αλλά και με γραφή καθοδηγούμενη λες από την επιθυμία να μεταφερθεί το γραπτό σε οθόνη μεγάλη (αλίμονο, και μικρή) οι διηγηματογράφοι μας είναι άρτιοι, γράφουν ενδιαφέροντα πράγματα, με διακριτό στιλ καθένας τους και με εκφραστική δεινότητα.

Όμως, δεν αφήνουν στάμπα με τις ιστορίες τους και την γραφή τους. Δεν ανακατώνουν τα μέσα του αναγνώστη. Τον πιάνουν από το χέρι και τον πάνε σε περπατημένες λεωφόρους, απλώς του προσφέρουν τσιγάρο από άλλη μάρκα και διεκδικούν-καλά κάνουν από μια άποψη- το δικαίωμα της φρέσκιας ματιάς. Επιπλέον, από την αγωνία τους μην χαρακτηριστούν λυρικοί και γλαφυροί και παλιακοί έχουν όχι απλώς ξεστολίσει την γλώσσα από τα περιττά της ενδύματα και ψυμίθια, αλλά κοντεύουν να της βγάλουν και τα μάτια, τα αυτά και τα δάχτυλα. Στον βωμό της λιτότητας θυσιάζουν την γλωσσική μαεστρία που, στα κατάλληλα σημεία και με την σωστή οικονομία, διακρίνει τα έργα από τα αριστουργήματα.

Σε όλα σχεδόν αυτά τα αναπόφευκτα αμαρτήματα έχει υποπέσει ο Δημήτρης Τζάνογλος, αλλά δεν θα μπορούσε, μάλλον, να κάνει και αλλιώς. Σαφές και ουδόλως μεγαλόπνοο το σχέδιό του με τον Ιστό: δεκαοχτώ μικρές καθημερινές ιστορίες ωμού αστικού ρεαλισμού, σου λέει. Σκιαγράφηση στιγμιοτύπων από τον αθηναϊκό ιστό, σου τάζει. Κι αυτή την υπόσχεση την τηρεί. Και το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, γιατί οι ιστορίες έχουν να πουν πολλά και να θυμίσουν ακόμα περισσότερα σε όλους, ειδικά στους ανθρώπους που σήμερα οδεύουν προς τα 30 τους χρόνια.

Ένας άξιος εκπρόσωπος της γενιάς μας ο Τζάνογλος, υφαίνει τις ματαιωμένες μας προσδοκίες. Λίγο πολλοί, οι περισσότεροι από εμάς δεν δουλεύουν στην δουλειά των ονείρων τους, δεν κατάφεραν όσα ήθελαν ως παιδιά, αρχίζουν να κουράζονται από την πάλαι ποτέ αγαπημένη πόλη των «αραγμάτων με μπίρα» στα στενά και τις πλατείες. Χώρια οι ματαιωμένοι έρωτες, οι κοινωνικές εξεγέρσεις, η μπερδεμένη σχέση με το είδωλο στον καθρέφτη-αλλά, αυτά είναι κάθε γενιάς τερτίπια και προίκες.

*ένα πιθανό soundtrack της συλλογής διηγημάτων «Στον Ιστό» και, πάντως, άριστη υπόκρουση για την ανάγνωσή του

Η αναφορά στην δολοφονία του Γρηγορόπουλου, στα μπουρδέλα του Μεταξουργείου, στον σεξισμό στη δουλειά και σε άλλες μικρές και μεγαλύτερες λεπτομέρειες προδίδουν την γενιά μας, εμάς τους σημερινούς τριαντάρηδες της διεκδίκησης και της σιωπής, της «ατέρμονης βόλτας» και των πολλών μεταπτυχιακών. Ο συγγραφέας θέλησε να καταπιαστεί με πολλά θέματα που αφορούν την γενιά μας και όχι μόνο: την ενδοοικογενειακή βία, την τυχαιότητα ως παράγοντα γενεσιουργό έρωτα και θανάτου,την φτώχεια και την κοινωνική ανισότητα, την ομορφιά με ο μικρό και Ο κεφαλαίο, την πολιτική σκέψη, το βόλεμα. Δεν πετυχαίνει πάντα να δώσει την σφαλιάρα που αξίζει να δεχτεί κατά πρόσωπο ο αναγνώστης, αλλά όπου το πετυχαίνει, πονάει πολύ και μπράβο. Διαβάστε, ας πούμε, το «Ημιυπόγειο», το «Άννα και Σάββας» και το «Άντρας». Ε, ναι. Γροθιές.

Το καλύτερο όμως που υπάρχει, για μένα, μες στο έργο αυτό με το όμορφο εξώφυλλο και την ευχάριστη ροή των διηγήσεων είναι το τελευταίο κομματάκι, ονόματι «Στον Ιστό». Εκεί, ο Τζάνογλος τολμά να αφηγηθεί την ιστορία της ζωής του τόσο σύντομα, τόσο υπερήφανα και τόσο συγκινητικά. (Σου πάει πολύ αυτή η κάπως ελειμματική και κοφτή γραφή, σαν παράθεση τίτλων, Δημήτρη!)

Κάποιες ιστορίες μοιάζει να γράφτηκαν για να πάρουν θέση απλώς δίπλα σε άλλες. Κάποιες άλλες ήθελαν διακαώς περισσότερες σελίδες να ανασάνουν και να αναπτυχθούν. Η αγαπημένη μου, ο «Άντρας», νομίζω πως ήθελε μια σελιδούλα ακόμα. Τι ποτό πίνει αυτός ο τύπος; Και ποιο μπαρ θα τον καλοδεχτεί σε αυτή την κατάσταση; Η «εξάδα μπίρες» μοιάζει αδούλευτη-πώς μεταβήκαμε από το σκηνικό του πεσίματος στην δουλειά, σε μια μπίρα στο μπαλκόνι;

Το βιβλιαράκι αυτό αξίζει να μπει στην βιβλιοθήκη σας όχι επειδή είναι αριστούργημα, αλλά επειδή είναι τίμιο. Δεν θα σας δείξει κάτι που δεν ξέρατε, αλλά θα σας αφηγηθεί ιστορίες που έχετε δει και δεν είχατε ίσως τις κατάλληλες λέξεις να τις ζεστάνετε. Η πένα του Τζάνογλου δεν θα σας κουράσει καθόλου-το αντίθετο. Κομμάτια της αφήγησής του μοιάζουν με εκείνα τα κατεβατά στο facebook που αγαπάτε να διαβάζετε και να τους κάνετε like: χωρίς να έχει τίποτε ροζ ή κλειδαροτρυπίσιο η γραφή του, τα stories του ικανοποιούν ιδιαιτέρως έναν λαθραναγνώστη της ζωής, έναν «ματάκια» ξένων ιστοριών που οικειοποιείται a posteriori, σα να ήταν ανέκαθεν οι δικές του.

Διαβάζοντας, θα λαχανιάσετε ανηφορίζοντας προς Λυκαβηττό, θα χαμογελάσετε ενθυμούμενοι πρώτα φιλιά και τρεχάλες για την δουλειά το πρωί, θα συγκινηθείτε, θα τρομάξετε λιγάκι, θα αισθανθείτε ευγνώμονες που δεν είστε άστεγοι και που ο καλύτερός σας φίλος δεν ζει πίσω από μια βιτρίνα. Ακόμα, όμως, και να είστε, κατά κάποιον τρόπο, ένας από τους ήρωες των 18 ιστοριών, δεν χρειάζεται να ντρέπεστε: ο ίδιος ο συγγραφέας είναι όλοι οι ήρωες και κανένας από αυτούς την ίδια στιγμή.

Ο συγγραφέας κρατώντας ένα από τα βιβλία του στο βιβλιοπωλείο «Πολιτεία»

Αυτή είναι η μεγαλύτερη ίσως αρετή του έργου του: αποστασιοποίηση και πλησίασμα με αριστοτεχνικό τρόπο, εναλλαγή και τεχνική. Δεύτερη αρετή, η αγαπητή στον Έλληνα αναγνώστη λογοτεχνική ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε μπίτνικ φάση και δη σε Μπουκόφσκι: σελίδες που μοσχοβολούν μπίρα και ζέχνουν κάτουρα, ντεκαντάνς εξυμνημένο σε ατόφια ποίηση, σε «δεν γίνεται να το πω αλλιώς, αφού είναι απλώς έτσι». Ναι, η Αθήνα είναι μια μητρόπολη γεμάτη ανοιχτές πληγές και καλά κρυμμένες ομορφιές, οι γνήσιοι εραστές της όλο της θυμώνουν κι όλο την συγχωρούν ζώντας την. Για κάθε ένα ματαιωμένο love story, σου λέει ο Τζάνογλος χωρίς όμως να στο λέει ακριβώς, υπάρχει μια θέα στα φώτα της από ψηλά κι ένα τσιγάρο τράκα να ηρεμήσει τα πνεύματα.

Κάντε δώρο αυτό το βιβλίο σε έναν φίλο σας που σας εξομολογήθηκε ότι θέλει να ξεκινήσει διάβασμα, αλλά δεν ξέρει από πού και τι. Επιτρέψτε του μια περιποιημένη βόλτα μες στον ιστό κι έπειτα, όπως θα ήθελε μαντεύω ο συγγραφέας, βάλτε ένα ποτό κι αρχίστε να συζητάτε…