Εγκαταστάθηκε στο καθιστικό μου πριν από οκτώ μήνες. Ανάμεσα σε δύο πολυθρόνες. Κάπως, σαν να μην ήθελε να με ενοχλήσει. Στην αρχή, όταν περνούσα από δίπλα, έκανα ότι δεν τη βλέπω. Σιγά σιγά, όμως, συνήθισα αυτή τη φευγαλέα παρουσία της στον χώρο, το ότι βρίσκεται εδώ και μήνες στο λάθος σημείο, κι έτσι, ακόμη κι όταν την έβλεπα, ήταν σαν να μην την έβλεπα. Σαν να ενσωματώθηκε στο περιβάλλον.

Εν τω μεταξύ, ήρθε το καλοκαίρι, σηκώθηκαν τα χαλιά, έφυγα, ξαναγύρισα, ήρθε το φθινόπωρο, ξαναστρώθηκαν τα χαλιά, αυτή εκεί. Η διακριτικότητα της πρώτης περιόδου άρχισε να μεταλλάσσεται σε αυθάδεια. Και προχθές δεν άντεξα. Την πλησίασα αποφασιστικά και την άρπαξα από το «χέρι». Ηρθε η ώρα να λογαριαστούμε.

Πρόκειται για την καθημερινή χειμωνιάτικη τσάντα μου. Από αυτές που κουβαλάμε εμείς οι γυναίκες, με όλα όσα νομίζουμε ότι θα χρειαστούμε – αλλά ποτέ δεν χρειαζόμαστε – όταν περνάμε πολλές ώρες εκτός σπιτιού. Που μέσα πετάμε αποδείξεις, χαρτιά, λογαριασμούς, κέρματα, χαρτάκια από τσίχλες και ζελατίνες από πακέτα τσιγάρων. Η συγκεκριμένη είχε και πολλές θήκες, «σήκωνε» και βάρος, πολύ πρακτική – και ό,τι πρέπει για να μου προκαλέσει μία ακόμη τενοντίτιδα.

Πέρυσι την κράτησα έως τις αρχές Μαρτίου. Οταν ξεκίνησε το πρώτο lockdown, έβγαλα πορτοφόλι, γυαλιά, καλλυντικά, αλλά την τσάντα δεν την άδειασα. Δεν θυμάμαι πια αν τότε πίστευα ότι σύντομα θα την ξανακρατούσα. Δεν την ξανακράτησα. Στις υποτυπώδεις μετακινήσεις μας εν μέσω καραντίνας δεν χρειαζόμαστε τόσο μεγάλη τσάντα. Οταν πια ξαναβγήκαμε, είχα κατεβάσει την αντίστοιχη καλοκαιρινή.

Προχθές, όμως, «βούτηξα» στο ξεχασμένο περιεχόμενό της σαν να βουτούσα σε ένα ανέμελο «πριν», τώρα που έχουμε να διαχειριστούμε ένα δυστοπικό «μετά». Εξείχε ο κατάλογος ενός μπιστρό της οδού Κολοκοτρώνη – προ κορωνοϊού, κάναμε τις συνεντεύξεις στα σαββατιάτικα «ΝΕΑ» γευματίζοντας και γράφαμε τις τιμές αυτών που παραγγέλναμε. Να και το βιβλίο ενός φίλου. Στην πρώτη σελίδα, αφιέρωση με ημερομηνία 5/3/19. (Η γαϊδούρα, δεν τον έχω ευχαριστήσει).

Κι ένα τσαλακωμένο εισιτήριο θεάτρου. «Μάκβεθ» στο Εθνικό. (Κάποτε πηγαίναμε θέατρο). Μια απόδειξη αγοράς από τις 24 Φεβρουαρίου. Α, ναι. Το δώρο που είχα πάρει για μια φίλη. (Το πάρτι της αναβλήθηκε και το κράτησα εγώ). Μια στραπατσαρισμένη πρόσκληση για απονομή γαστρονομικών βραβείων στις 16 Μαρτίου. (Να έγιναν άραγε διαδικτυακά;). Το μοβ χρώμα της σε ένα σημείο είχε ξεβάψει. Μάλλον θα έσταξε ένα μπουκαλάκι αντισηπτικού που είχε κολλήσει πάνω της. (Πότε αρχίσαμε να παίρνουμε προφυλάξεις;). Να κι ένα κραγιόν. Κι ένα χαρτί με σημειώσεις για μια εκδήλωση που επρόκειτο να συμμετάσχω και αναβλήθηκε. Επαγγελματικές κάρτες από συναντήσεις για συνεργασίες που ματαιώθηκαν.

Οταν η τσάντα άδειασε, μπροστά μου είχε σχηματιστεί ένας μικρός σωρός από «σκουπιδάκια». (Είχα βάλει στην άκρη το βιβλίο που θα αρχίσω να διαβάζω σήμερα και το κραγιόν – αχρείαστο να ‘ναι). «Σκουπιδάκια» ή τα αυτονόητα μιας ζωής έτσι όπως την ξέραμε; Αντε, λοιπόν, να βάλουμε τα δυνατά μας και να προσέχουμε ώστε να ξαναβρούμε με ασφάλεια τα «σκουπιδάκια» μας.