Πολιτικοί και δημοσιογράφοι, λογής-λογής αναλυτές και δημοσιολογούντες σπεύδουν και σήμερα να εξαπολύσουν μύδρους κατά των καταδικασθέντων –διευθυντικών και μη– στελεχών της Χρυσής Αυγής.

Εύλογο και αναμενόμενο, μια και έχουμε να κάνουμε με μέλη εγκληματικής οργάνωσης και φορείς μιας φασιστικής, ολοκληρωτικής ιδεολογίας.

Πέραν του προφανούς και του αυτονόητου, το ερώτημα που γεννάται εν προκειμένω, παρεμπίπτον αλλά κρισιμότατο, είναι κατά την άποψή μου το εξής: όσοι συνηθίζουν να παρουσιάζονται ως άκαμπτοι κριτές και τιμητές των πάντων έχουν άραγε τολμήσει να αναμετρηθούν κάποια στιγμή με τον εαυτό τους, εντίμως και αξιοπρεπώς;

Με άλλα λόγια, έχουν συναίσθηση των ενδεχόμενων δικών τους ευθυνών σε ό,τι αφορά την επιβίωση και αναβίωση του πνεύματος του φασισμού εντός του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου;

Είναι σε θέση να αντιληφθούν τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος «φασισμός»;

Να συνειδητοποιήσουν ότι, στη σημερινή εποχή και στις Δυτικές δημοκρατίες τουλάχιστον, ο φασισμός σχετίζεται πρώτιστα με τον καθημερινό βίο μας, με το μικρόκοσμό μας;

Να παραδεχτούν ότι οι όποιες αυταρχικές πράξεις και εκδηλώσεις δεσποτισμού από μέρους τους, στο σπίτι, στο χώρο εργασίας και αλλαχού, αποκαλύπτουν μια φασιστική νοοτροπία ή –για να είμαι κάπως πιο επιεικής– φασίζουσες τάσεις;

Να ομολογήσουν ότι η άσκηση βίας σε όλες ανεξαιρέτως τις μορφές της, αρχής γενομένης από τη λεκτική και την ψυχολογική, όπως και η καταπιεστική και αυθαίρετη συμπεριφορά, δεν είναι ποτέ και σε καμία περίπτωση επιτρεπτές;

Καιρός πια να κάνουμε άπαντες την αυτοκριτική μας, διεισδυτική και συνάμα αυστηρή.