Παρά την προσπάθεια να διαμορφωθεί ένα κλίμα αισιοδοξίας σε όλη την Ευρώπη ενόψει της μερικής και σταδιακής χαλάρωσης των μέτρων περιορισμού που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπιση του COVID-19, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε στον αστερισμό μιας βαθιάς κρίσης. Δεν αναφέρομαι τόσο στη συνεχιζόμενη υγειονομική κρίση, αλλά σε μια ευρύτερη οικονομική, πολιτική, αλλά και πολιτισμική κρίση που προϋπήρχε και την οποία η πανδημία έφερε στο προσκήνιο με τον πιο οξύ τρόπο.

Η βαθιά κρίση αυθεντίας των περισσότερων κυβερνήσεων, που αποδείχτηκε ότι ήταν εντυπωσιακά απροετοίμαστες για μια υγειονομική κρίση που είχε ποικιλοτρόπως προαναγγελθεί τις προηγούμενες δεκαετίες, αποτυπώνει την κρίση ενός πολιτικού υποδείγματος που είχε υποκαταστήσει τη δημοκρατική διαδικασία και λογοδοσία με την υποταγή στις «δυναμικές της αγοράς». Η εκ νέου ανακάλυψη της σημασίας της συλλογικής ευθύνης, της αλληλεγγύης και της ουσιώδους κοινωνικότητας ήρθε να υπογραμμίσει την προηγούμενη κυριαρχία ενός κυνικού ατομισμού και την κενότητα της καταναγκαστικής κατανάλωσης προϊόντων και «εμπειριών».

Η επίγνωση των ενεργών δυναμικών μιας κρίσης που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια μιας μεγάλης οικονομικής ύφεσης καθίσταται η αναγκαία συνθήκη για μια διεργασία που υπερβαίνει τα όρια μιας «επιστροφής στην κανονικότητα». Η συγκυρία της πανδημίας διαμορφώνει μια συνθήκη ιδιαιτέρως πρωτότυπη: μια «κατάσταση εξαίρεσης» που όμως συνδυάζεται με έναν ανοιχτό ιστορικό ορίζοντα και όχι απλώς με την υπεράσπιση του υπάρχοντος, αναδεικνύοντας τη δυνατότητα ριζικών αλλαγών.

Ο κριτικός αναστοχασμός του υπάρχοντος αναπτυξιακού υποδείγματος, η αναμέτρηση με την κρίση των δημοκρατιών και η εκ νέου ανασύνθεση της οικειότητας και της κοινότητας θα είναι οι ενδείξεις ότι όντως εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε την ιστορία ως μια διαδικασία μάθησης και μετασχηματισμού, ως την παραγωγή ενός εναλλακτικού μέλλοντος.