Φοβάμαι ότι πολλοί, ακόμη και στα ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια, δεν έχουν καταλάβει τη σημασία των εξελίξεων στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Δεν λέω τη σημασία που έχουν για το ίδιο το ποδόσφαιρο, αλλά συνολικά για την ελληνική κοινωνία και την πολιτική ζωή.

Γιατί τίποτα δεν είναι πιο πολιτικό από ένα άθλημα, για το οποίο ενδιαφέρονται ως τηλεθεατές, οπαδοί αλλά και στοιχηματιστές οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της χώρας.

Όταν κάτι είναι τόσο καθολικό ως συνήθεια, παύει να είναι απλώς μια «ιδιωτική» συνήθεια ή μια πρακτική του «ελεύθερου χρόνου».

Αποκτά πολιτική και κοινωνική σημασία.

Και τι συμβαίνει στο ελληνικό ποδόσφαιρο;

Μια εντυπωσιακά σκανδαλώδης διαχείρισή του.

Ένας ολόκληρος μηχανισμός που περιλαμβάνει την ομοσπονδία, τον απίθανο πρόεδρό της, τον Β. Γραμμένο, τη διαιτησία, συμπεριλαμβανομένου και αυτού του τρομερού Περέιρα που υποτίθεται ότι θα την αναμόρφωνε, το πανάκριβο σύστημα VAR, έχει στηθεί με μοναδική σκοπιμότητα την προνομιακή εύνοια προς συγκεκριμένες ομάδες και κυρίως τον ΠΑΟΚ του «μη-ιδιοκτήτη» Ιβάν Σαββίδη.

Δύο ομάδες, ο ΠΑΟΚ και η Ξάνθη έχουν καραμπινάτη συνιδιοκτησία, κάτι που παραβιάζει κάθε εγκυρότητα του πρωταθλήματα και οι αρμόδιες αρχές σφυράνε κλέφτικα.

Η οπαδική βία έχει ξεφύγει και αντί για τη λήψη μέτρων, βλέπουμε ακόμη και απόπειρες συγκάλυψης.

Όλα αυτά δεν είναι αμιγώς «ποδοσφαιρικά» φαινόμενα.

Ο φίλαθλος τα βλέπει όλα αυτά και τα προβάλλει και πάνω στην κοινωνία γενικότερα.

Διαφθορά

Εάν δεν μπορεί να ελεγχθεί η διαφθορά σε ένα χώρο όπως το ποδόσφαιρο, πώς θα καταπολεμηθεί η διαφθορά στην κοινωνία όπου τα διακυβεύματα – και τα δυνητικά κέρδη – είναι πολύ μεγαλύτερα;

Εάν υπάρχει ατιμωρησία σε ένα χώρο όπως το ποδόσφαιρο, πώς θα πειστεί ο πολίτης ότι διασφαλίζεται συνολικά στην κοινωνία;

Εάν η κυβέρνηση διστάζει να τα βάλει με τους ποδοσφαιρικούς παράγοντες που θεωρούν τα πρωταθλήματα τρόπαια προς εξαγορά, τότε πώς θα νιώσει ο πολίτης τη σιγουριά ότι η κυβέρνηση μπορεί να συγκρουστεί με τα μεγάλα συμφέροντα;

Σήμερα το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ένα από τα βασικά πεδία όπου κρίνεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στη λειτουργία των θεσμών.

Τίποτα δεν θα είναι χειρότερο από το να εμπεδωθεί στους πολίτες η εικόνα ότι όλοι είναι διεφθαρμένοι, όλοι εξαγοράζονται, όλοι οι κανόνες παρακάμπτονται, όλα τα ματς, κυριολεκτικά και μεταφορικά, είναι στημένα, «σικέ και μιλημένα».

Γιατί μια εικόνα γενικευμένης διαφθοράς, υπονομεύει κάθε εμπιστοσύνη στη δημοκρατία και προσφέρει στην ακροδεξιά και γενικά σε αυταρχικές, αντιδραστικές και αντικοινοβουλευτικές απόψεις το εφαλτήριο που αναζητούν για να αποκτήσουν απήχηση στην κοινωνία.