«Κακόμοιρε άνθρωπε, γιατί φωνάζεις; Γιατί μου δημιουργείς προβλήματα; Σταμάτα να ξεριζώνεις τα μαλλιά σου και να κάνεις γρατσουνιές στο δέρμα του προσώπου σου. Γιατί με κακολογείς και με αποκαλείς καημένο και κακότυχο, ενώ είμαι πολύ καλύτερα από σένα και σε πολύ μεγαλύτερη ευδαιμονία; Τι φοβερό έχεις την εντύπωση ότι περνάω; Ή μήπως επειδή δεν έγινα τέτοιος δα γέρος σαν κι εσένα, με φαλακρό το κεφάλι, με ρυτίδες στο πρόσωπο, καμπούρης και αδύναμος στα γόνατα, και γενικά φθαρμένος από τον χρόνο, έχοντας συμπληρώσει πολλά τριαντάμερα μηνών και ολυμπιακές τετραετίες, και μάλιστα στα τελευταία με σαλεμένο το μυαλό μπροστά σε τόσο κόσμο; Ανόητε, τι αξιόλογο νομίζεις πως υπάρχει στη ζωή, που δεν θα το απολαμβάνω άλλο πια; Ή μήπως θα μου πεις, όπως φαίνεται, για τα συμπόσια και τα δείπνα και τα ρούχα και τις ερωτικές απολαύσεις, και φοβάσαι μη μου λείψουν αυτά και αφανιστώ;»

«Για όνομα του Δία, αν ο νεκρός γυρνούσε προς το μέρος μας, ανασηκωνόταν στηριγμένος στον αγκώνα του και μας τα έλεγε αυτά, δεν θα θεωρούσαμε ότι τα λέει πάρα πολύ σωστά;»

(Λουκιανός, Σάτιρα θανάτου και κάτω κόσμου, μετάφραση Δημήτρης Α. Χρηστίδης, εκδόσεις Ζήτρος, 2002)

Δεδομένης της τρομακτικής βεβαιότητας του θανάτου για όλους και όλες ανεξαιρέτως, κάπως έτσι θα εκφραζόταν –πιστεύω– ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ένας άνθρωπος που ευτύχησε να κερδίσει την καταξίωση διά της δημιουργίας, που αγαπήθηκε τόσο πολύ και που θα είναι χωρίς αμφιβολία αενάως παρών μέσα από τα τραγούδια του.

Οι απόψεις του Λουκιανού περί πένθους, από τις οποίες προέρχονται και τα ανωτέρω αποσπάσματα, συνιστούν άφθαρτα μνημεία του λόγου, αστείρευτες πηγές παραμυθίας και λυτρωτικές ανάσες, κάθε φορά που έρχεται η ώρα του αποχαιρετισμού.