Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατάφερε εντός ολίγου, βοηθούσης ασφαλώς και της πολιτικής συγκυρίας, να δώσει στη γερασμένη ΝΔ χαρακτηριστικά σύγχρονης παράταξης και να τη φέρει προ των πυλών της εξουσίας.

Αυτό είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ένα σημαντικό επίτευγμα από πλευράς του, από τη στιγμή κατά την οποία το πολιτικό σκηνικό στη χώρα μας έχει αλλάξει άρδην σε σχέση με όσα γνωρίζαμε έως τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, όταν κυριαρχούσε ο δικομματισμός και βασίλευε το πελατειακό σύστημα.

Παρά ταύτα, πολύ σύντομα ο πρόεδρος της ΝΔ θα είναι υποχρεωμένος να δώσει νέες, ακόμη πιο δύσκολες εξετάσεις ενώπιον της απαιτητικής και δύσπιστης ελληνικής κοινωνίας.

Θα κληθεί αφενός να πραγματοποιήσει μέχρι κεραίας τις προεκλογικές εξαγγελίες του —κάτι ασυνήθιστο για τον ελληνικό πολιτικό βίο— και αφετέρου να αποδείξει εμπράκτως πως εννοεί πλήρως όσα πρεσβεύει περί νέου ήθους και ύφους στην άσκηση της εξουσίας.

Σε ό,τι αφορά τα του ήθους και ύφους, καθοριστικό ρόλο θα διαδραματίσει, πέραν της πολιτείας του ίδιου του Μητσοτάκη, η στάση του έναντι εκείνων των στελεχών του κόμματός του που —με την έπαρση του θριαμβευτή και την αυταρέσκεια του δικαιωμένου— θα πιστέψουν ότι έχει έρθει η ώρα να πάρουν τη ρεβάνς από τους αντιπάλους τους, να ανταμειφθούν για τους «αγώνες τους» και την «προσφορά τους στην παράταξη», να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα και τις προσωπικές τους επιδιώξεις.

Η ελληνική κοινωνία δε θα δείξει καμία απολύτως ανοχή σε φαινόμενα ευνοιοκρατίας, αναξιοκρατίας και νομής της εξουσίας. Οι Ηρακλείς του στέμματος και οι βασιλικότεροι του βασιλέως πρέπει να τεθούν εγκαίρως στο περιθώριο από τον πρόεδρο του κόμματος.

Η πολιτική αλλαγή που επαγγέλλεται η ΝΔ πρέπει να ξεκινήσει από το πεδίο της πολιτικής ηθικής, από την επόμενη κιόλας Δευτέρα.