Να τις έφτιαξαν άραγε τις τουαλέτες; Ή να έμεινε μετέωρο εκείνο το ελάχιστο αίτημα που είχε διατυπώσει παρακλητικά η μητέρα του Παύλου Φύσσα στην Περιστέρα Μπαζιάνα όταν η σύντροφος του Πρωθυπουργού παρακολούθησε μία ημέρα τη δίκη ως σύμβολο της κυβερνητικής βούλησης να ολοκληρωθεί επιτέλους η διαδικασία; Κανονικά, αυτό θα ήταν το μοναδικό ερώτημα που θα έμενε αναπάντητο από τη δίκη της Χρυσής Αυγής. Θα ήταν ένα ερώτημα που θα υπενθύμιζε κάτω από ποιες συνθήκες διεξήχθη μια τέτοια δίκη. Αλλά δεν είναι πια μόνο αυτό. Μετά τις τουαλέτες, εγείρεται κι ένα άλλο, όχι ενδεχομένως λιγότερο επείγον, αλλά πάντως πιο ουσιώδες. Είχε σχέση η σπουδή της αλλαγής του ποινικού κώδικα με το αποτέλεσμα της δίκης;

Από την πλευρά του συνηγόρου πολιτικής αγωγής, το ερώτημα δεν τίθεται καν ως ερώτημα. Διατυπώνεται ως καταγγελία. Ο Κώστας Παπαδάκης κάνει λόγο για «ευθεία παρέμβαση» στη δίκη κατηγορώντας την κυβέρνηση πως «αφού ξέπλυνε τη Χρυσή Αυγή φρόντισε φεύγοντας για το τελευταίο και πιο σημαντικό δώρο της που είναι η συμβολική και χωρίς σοβαρές νομικές συνέπειες ποινική της μεταχείριση». Ο κίνδυνος να μην τιμωρηθεί για τα αδικήματά της η εγκληματική οργάνωση που έγινε κόμμα είναι πλέον ορατός. Η Μάγδα Φύσσα μπορεί να μείνει αδικαίωτη για τη δολοφονία του γιου της και με την πικρή αίσθηση πως η επίσκεψη της Περιστέρας Μπαζιάνα δεν συμβόλιζε τίποτε, πως δεν ήταν παρά μια επικοινωνιακή φούσκα.

Η καταγγελία της πολιτικής αγωγής δεν είναι από εκείνες που αποδεικνύονται εύκολα. Οχι πως χρειάζεται. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ είχε όλο τον χρόνο στη διάθεσή της για να εξασφαλίσει πως δεν θα τραβήξει αυτή ειδικά η δίκη όσο δεν τράβηξε καμία άλλη στο παρελθόν. Δεν το σπατάλησε αυτόν τον χρόνο. Τον χρησιμοποίησε όχι μόνο για να προσμετρήσει τις ψήφους της Χρυσής Αυγής στις δικές της αλλά και για να τις κρατήσει ως απόθεμα για μελλοντικές  χρήσεις. Να τις κρατήσει όπως θα επέπλεαν σε μια βουλωμένη τουαλέτα.