Οταν βρέθηκα, για εκπαιδευτικούς λόγους, πρώτη φορά στη Νέα Υόρκη, τα χρόνια του σχολείου ήταν ακόμη πολύ νωπή ανάμνηση. Ημουν στην ηλικία που τα περισσότερα από αυτά που είχαμε διδαχθεί, τα θεωρούσαμε στερεοτυπικά, ξεπερασμένα, παρελθοντολογικά, «στείρα» και «άνυδρα». Τη δε ημερομηνία της μάχης του Μαραθώνα δεν κατάφερα να μάθω ποτέ, αφού ουδόλως με ενδιέφερε. Πού να ήξερα τότε η μικρή ανόητη ότι αν σε αυτήν την «αδιάφορη» μάχη είχαν κερδίσει οι Πέρσες και η Ασία είχε περάσει στην Ευρώπη η παγκόσμια Ιστορία θα ήταν διαφορετική και εγώ πιθανότατα να μη βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη διότι, απλούστατα, δεν θα υπήρχε Νέα Υόρκη.

Εκεί, λοιπόν, πρωτάκουσα στα αγγλικά το Marathon. Σε καθόλου αδιάφορο τόνο. Ο Μαραθώνιος ήταν το μεγάλο γεγονός σε μια πόλη που η έννοια των «μεγεθών» στην καθημερινότητά της, ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που ήξερα μέχρι τότε.

Ο ενθουσιασμός του κόσμου με έκανε να νιώσω, για πρώτη φορά, ένα είδος εθνικής υπερηφάνειας. Αλλά, κυρίως, με βοήθησε να συνειδητοποιήσω ότι κάποια γεγονότα της Ιστορίας μου «ανήκαν», έστω και ως συμβολισμοί, σε ολόκληρο τον κόσμο, να αρχίσω να καταλαβαίνω τι σημαίνει παγκόσμια κληρονομιά. Και ακόμη, την αξία της συμμετοχής, όταν απορούσα για το ότι συμμετείχαν στον Μαραθώνιο άτομα με κινητικά προβλήματα. Είναι ο ψυχικός κοσμοπολιτισμός της εξωστρέφειας που καλλιεργούν τα ταξίδια και η επαφή με άλλες κοινωνίες και κουλτούρες.

Σχεδόν σαράντα χρόνια μετά, ο Μαραθώνιος της Αθήνας είναι πλέον ένα διεθνές αθλητικό γεγονός, το μεγαλύτερο στη χώρα μας μετά τους Ολυμπιακούς του 2004. Και τον επόμενο Νοέμβριο φαίνεται ότι οι συμμετοχές θα σπάσουν, για άλλη μια φορά, ρεκόρ. Ωστόσο, επειδή θα διεξαχθεί επί διήμερο, είναι σαν να ακούω από τώρα τις γκρίνιες για το ότι θα κλείσουν οι δρόμοι. Αφού διευκρινίσω πως ούτε έχω τρέξει ούτε πρόκειται ποτέ να τρέξω σε Μαραθώνιο, έχω να ψιθυρίσω στους γκρινιάρηδες: «Ψυχραιμία παιδιά, μας βλέπουν».