Όπως είδαμε στην προηγηθείσα ενότητα άρθρων που αφορούσε τη γένεση της τραγωδίας, ο Αριστοτέλης θεωρεί αφετηρία της εξέλιξης της τραγωδίας τους εξάρχοντες (εξάρχω: αρχίζω κάτι) του διθυράμβου, δηλαδή τους τραγουδιστές εκείνους που αρχίζουν το τραγούδι κι έτσι στέκονται απέναντι στο χορό, που με τη σειρά του αποκρίνεται.

Στο ίδιο κεφάλαιο της Ποιητικής του, και μάλιστα στην ίδια πρόταση, ο σταγειρίτης φιλόσοφος αναφέρει πως οι ρίζες της κωμωδίας πρέπει να αναζητηθούν σε αυτούς που τραγουδούσαν τα φαλλικά τραγούδια, προσθέτει δε ότι οι πομπές με το φαλλό ήταν ένα έθιμο ζωντανό και στη δική του εποχή, σε πολλές πόλεις.

Στο επόμενο κεφάλαιο μάς πληροφορεί ότι, εν αντιθέσει προς την τραγωδία, τα πρώιμα στάδια της εξέλιξης της κωμωδίας παραμένουν μια σκοτεινή υπόθεση, καθώς η απόφαση για τη διάθεση χορού στους ποιητές κωμωδιών ελήφθη σε προχωρημένο χρόνο. Αυτό είναι κάτι που επιβεβαιώνεται από τις επιγραφές των αγώνων και από άλλες πληροφορίες.

Η γιορτή της κωμωδίας ήταν τα Λήναια (Διονύσια τα επί Ληναίω), που οργάνωνε ο άρχων βασιλεύς της Αθήνας προς τιμήν του Διονύσου το μήνα Γαμηλιώνα (τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου).

Ως χώρος τέλεσης της γιορτής προβάλλεται από τις πηγές ως επί το πλείστον το ιερό του Διονύσου στις Λίμνες, υπάρχουν όμως και επιχειρήματα για την τοποθέτηση του Ληναίου στην αγορά της Αθήνας.

Το αθηναϊκό κράτος παραχώρησε την προστασία του προς την κωμωδία στη γιορτή των Ληναίων περί το 442 π.Χ.

Δεδομένου ότι τα Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια ήταν λαμπρότερη και πολύ πλουσιότερη γιορτή από τα Λήναια, φιλοξενούσαν στο πλαίσιο της επίσημης λατρείας παραστάσεις κωμωδίας από πολύ νωρίτερα, από το 486 π.Χ.

Οι διαγωνισμοί των κωμικών ηθοποιών εισήχθησαν πολύ αργότερα, μεταξύ 329 και 312 π.Χ., ενώ οι τραγικοί ηθοποιοί διαγωνίζονταν για το έπαθλο της νίκης στα Μεγάλα Διονύσια ήδη από το 449 π.Χ.