Ένας διανοούμενος  – μάλλον – πενηντάρης, που φέρνει κάπως στον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, ζει μόνος στο σπίτι του με τον φόβο ότι εάν τυχόν πεθάνει πριν την ώρα του, κανείς δεν θα το(ν) ανακαλύψει. Μια ωραία πρωία λοιπόν βγάζει την πόρτα του σπιτιού και πάει και την πετάει στα σκουπίδια. Γιατί; Μα για τον απλούστατο λόγο, αφενός, ότι εάν πεθάνει πριν την ώρα του, η οσμή θα γίνει πολύ γρηγορότερα αντιληπτή. Αλλά και, αφετέρου, γιατί ο άνθρωπος της ιστορίας μας είναι εξαιρετικά περίεργος για το «πόσους ακριβώς κλέφτες μπορεί να ερεθίσει» ένα σπίτι ορθάνοιχτο, ένα σπίτι without the Door…

«Η Πόρτα», το νέο μυθιστόρημα του Δημήτρη Τσεκούρα που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Έρμα,  έρχεται να ολοκληρώσει – μετά τα έργα του «Η Φθορά» και «Η Κοιλιά» – μια άτυπη, αλλά βαθύτατα εσωτερική τριλογία. «Μια τριλογία που σχετίζεται  – στον πυρήνα της – με την πολύ αργή εξέλιξη μιας ολιστικής ψυχικής κατάστασης και όχι με τη διαδοχή της αφήγησης γεγονότων», όπως επισημαίνει ο ίδιος διευκρινίζοντας ωστόσο ότι «Η Πόρτα»  μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα και ανεξάρτητα από τα δύο προηγούμενα βιβλία.

Καμία απολύτως σημασία δεν έχει αν όλα όσα συμβαίνουν μετά την αφαίρεση της πόρτας είναι εντός ή εκτός πραγματικότητας. Σημασία έχει ότι έχουν μια τρομακτική σημασία…  Πώς θα ήταν άραγε αν ζούσαμε σε ένα σπίτι χωρίς Πόρτα; Τι θα νιώθαμε;

«Αν υπάρχει κάτι διαφορετικό σε σχέση με τα άλλα μου βιβλία είναι ότι στην Πόρτα δεν υπάρχουν πια τα προσωπικά μου φαντάσματα. Πάνε αυτά, πέθαναν όλα. Στην Πόρτα υπάρχουν πια μόνο τα λογοτεχνικά μου φαντάσματα. Σοβαρά, αιμοδιψή και εντελώς ορατά» ομολογεί ο Δημήτρης Τσεκούρας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στον κεντρικό ήρωα του βιβλίου του αρέσει πολύ η Emily Dickinson και κυρίως το ποίημά της “Doom is the house without the door”.

«Η Πόρτα», όπως και τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Δημήτρη Τσεκούρα, είναι ένα έργο ιδιαίτερης γραφής με έντονες φιλοσοφικές προεκτάσεις. «Με ρωτάνε διάφοροι άνθρωποι –φίλοι κυρίως- γιατί δεν γράφεις και λίγο πιο κανονικά; Εγώ από την άλλη νομίζω ότι γράφω εντελώς κανονικά. Το κανονικό εγώ ξέρω ότι είναι να γράφεις όπως είσαι. Όχι αλλιώς. Φαίνεται».