Ελεγε ένας φίλος που ζει τα τελευταία χρόνια στο εξωτερικό, στον ευρωπαϊκό Βορρά, πως εκείνο που του λείπει (εκτός από τον καλό μας τον καιρό) είναι η καθημερινή οικειότητα που εύκολα αναπτύσσουμε μεταξύ μας εμείς οι Ελληνες: Ο σερβιτόρος που σε θυμάται και σε χαιρετά εγκάρδια κερνώντας σε μισό κιλό κρασί, η πωλήτρια που επειδή την περασμένη φορά ψώνιζες με την κόρη σου σε ρωτάει «πώς τα πάει η μικρή στο σχολείο;», ο υδραυλικός που ενώ αλλάζει το σιφόνι σού δίνει πατρικές συμβουλές…

Δεν έχω ζήσει στο εξωτερικό, από την εμπειρία όμως που έχω αποκομίσει από τα ταξίδια μου καταλαβαίνω πως σε αρκετές χώρες αυτή η ζεστή επικοινωνία που τόσο αρέσει στους Ελληνες είναι σχεδόν αδύνατη. Αλλοι τόποι, άλλες ιδιοσυγκρασίες, άλλοι άνθρωποι με τα θετικά τους και με τα αρνητικά τους.

Για να περάσουμε όμως στα δικά μας αρνητικά, παρατηρώ πως εδώ, όσο πιο πολύ σε θυμάται ο σερβιτόρος, τόσο σπανιότερα σου φέρνει απόδειξη. Οσο πιο γνώριμος γίνεσαι στην πωλήτρια, τόσο πιο εύκολα σου προτείνει «να σας κόψω το μισό ποσό;».

Η καλώς εννοούμενη οικειότητα γίνεται κακώς εννοούμενη οικειότητα, που λειτουργεί προς όφελος των επιτήδειων. Εσύ, όταν στο τέλος του φαγητού σε κερνάνε τη μαστίχα, αισθάνεσαι υποχρέωση και ντρέπεσαι να τους θυμίσεις πως ξέχασαν να σου φέρουν τη νόμιμη απόδειξη.

Εκ του πονηρού και το κέρασμα. Τότε όμως, δεν μιλάμε για οικειότητα και αμεσότητα που «ο επικοινωνιακός  Ελληνας τις έχει στο DNA του», αλλά για καθαρή μπερμπαντιά. Που επίσης την έχει στο DNA του;