Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες ημέρες η έρευνα για τα ρέματα της Αθήνας μού δίνει την ευκαιρία να επανέλθω σε αυτό το θέμα που προκαλεί ποικίλες αναφορές. Για παράδειγμα, την ανάμνηση, από τα μέσα της δεκαετίας του 1940, της πολύτιμης φίλης μου. Παιδάκι τότε, πήγαινε συχνά στο μεγαλοαστικό σπίτι του θείου της, επιφανούς βουλευτή εκείνη την εποχή και αργότερα προέδρου της Βουλής. Το διαμέρισμα βρισκόταν στην οδό Ησιόδου και ήταν διαμπερές.

Και η φίλη μου πήγαινε από τη μία πλευρά του σπιτιού στην άλλη για να αντικρίσει – σε ένα ιδιότυπο παιχνίδι πρώιμης συνειδητοποίησης – τις αντιφάσεις της πραγματικότητας. Από τη μία, οι βεράντες «έβλεπαν» τα ανάκτορα. Και από την άλλη, η μικρή χάζευε έναν «ζωντανό» πίνακα με τα χαμόσπιτα και τις γυναίκες που έπλεναν τα ρούχα τους στα νερά του Ιλισού.

Πριν από περίπου τρία χρόνια, τα συνεργεία που δούλευαν για την επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης έπεσαν σε νερό. Οι πιο πρόσφατες μελέτες σχετικά με το ρέμα του Ιλισού που περνάει ακριβώς από κάτω είχαν γίνει για την κατασκευή του μετρό, δηλαδή τουλάχιστον μία εικοσαετία πίσω.

Το αποτέλεσμα ήταν να καθυστερήσουν τα έργα της επέκτασης.
Νομίζω ότι μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μέσα στην ευφορία της ανάπτυξης, καλλιεργήθηκε στη χώρα μας η φαντασίωση ότι τα ανθρώπων έργα είναι πιο ισχυρά από τις φυσικές και γεωλογικές συνθήκες.

Τα ρέματα μπαζώθηκαν άτσαλα και βιαστικά καθώς η νέα εποχή ήθελε μεγάλες λεωφόρους για να κινηθούν άνθρωποι και τσίλικα αυτοκίνητα. Τις συνέπειες τις βλέπουμε σήμερα. Και αυτό που λένε οι σύγχρονοι περιβαλλοντολόγοι, ότι δηλαδή είναι εγκληματικό να μπαζώνονται τα ποτάμια, το είπε με απλοϊκά λόγια ο τεχνίτης που πριν από λίγο καιρό έστρωσε καινούργια μόνωση στην ταράτσα μου: «Κυρία μου, το νερό δεν το σταματάει κανένα τσιμέντο. Το νερό θα βρει τον δρόμο του και θα σου βγει εκεί που δεν το περιμένεις».