Αμέσως ενεργοποιήθηκε ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Μαξίμου και του ΣΥΡΙΖΑ με το που έγιναν γνωστές οι δηλώσεις του Πάνου Καμμένου στην Αμερική.

Δηλώσεις «πηγών» αλλά και επωνύμων στελεχών όπως ο Νίκος Βούτσης, ο Π. Ρήγας, ο Ν. Ξυδάκης, ο Γ. Κυρίστης και οι υπουργοί Κοτζιάς και Παππάς (σχετικά χλιαρά είναι η αλήθεια), σαφείς απαντήσεις σε όσους δημοσιογράφους ρώτησαν ότι ο υπουργός Εθνικής Άμυνας ήταν «εκτός γραμμής» και σήμερα επικοινωνιακό μπαράζ σε όλα τα φιλικά προς τον ΣΥΡΙΖΑ ΜΜΕ με επιθέσεις στον Πάνο Καμμένο.

«Ο Π. Καμμένος βλάπτει σοβαρά τη χώρα», έλεγε το πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας των Συντακτών», ενώ για το Έθνος: « Βγάζει καπνούς ο Τσίπρας με τον Καμμένο». Ακόμη και η Αυγή είχε χτύπημα στην πρώτη σελίδα τις δηλώσεις του Νίκου Βούτση.

Όμως, όταν ένας υπουργός μιλάει, ακόμη και εάν παίρνει πρωτοβουλία μόνος του ή εκφράζει απόψεις περισσότερο προσωπικές, εκπροσωπεί πάντοτε την κυβέρνηση, η οποία και χρεώνεται αυτά που λέει ο υπουργός, ιδίως σε μια επίσκεψή του σε ξένη χώρα.

Εάν ο πρωθυπουργός διαφωνεί με τις θέσεις του Πάνου Καμμένου, εάν θεωρεί ότι έκανε λάθος και εξέθεσε τη χώρα τότε πρέπει να τον καλέσει, να του ζητήσει εξηγήσεις και να του ζητήσει να υποβάλει την παραίτησή του. Ή αν δεν παραιτείται να τον… παραιτήσει, να τον «καρατομήσει».

Διαφορετικά όσα δημοσιεύματα και εάν γραφτούν καθ’ υπαγόρευση οι θέσεις και απόψεις του κ. Καμμένου θα παραμένουν τμήμα των δημόσιων τοποθετήσεων της ελληνικής κυβέρνησης. Και θα δημιουργούν υπόνοιες ότι όλα όσα κάνει ο υπουργός γίνονται με τη σύμφωνη γνώμη και την κάλυψη του Αλ. Τσίπρα.

Είναι γεγονός ότι στα κόμματα και πολύ περισσότερο στις συνεργασίες κομμάτων υπάρχουν συχνά διαφωνίες, διαφορετικές προσεγγίσεις και μεγάλες αποκλίσεις. Εκεί είναι αναμενόμενο να υπάρχουν έντονες διαφωνίες που να εκφράζονται δημόσια.

Όμως, μια κυβέρνηση είναι ένα σύνολο με κοινή γραμμή και ενιαίο κέντρο. Διαφορετικά δίνει την εικόνα ότι είναι ένα σκορποχώρι και το μήνυμα που εκπέμπει είναι της κατάρρευσης.

Τώρα, αν ο «φίλιος» Τύπος βγήκε και χαρακτήρισε επικίνδυνο τον Καμμένο και στη συνέχεια «πήραν» γραμμή οι βουλευτές, αυτό δε σημαίνει τίποτε ή στην καλύτερη περίπτωση θα σήμαινε «ξεκάρφωμα» για να στηριχθεί ο κυβερνητικός εταίρος.

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ βολευόταν με τον κ. Καμμένο

Το παράδοξο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είχε πάντοτε τόσο αρνητική εικόνα για τον Πάνο Καμμένο. Για την ακρίβεια, μέχρι πολύ πρόσφατα τον θεωρούσε αναντικατάστατο τμήμα της κυβέρνησης και τον στήριζε στις βασικές επιλογές του.

Τα ίδια φιλοκυβερνητικά μέσα που τώρα μιλούν τόσο απαξιωτικά για τον Πάνο Καμμένο, κάποτε τον στήριξαν σε στις βασικές επιλογές του, συμπεριλαμβανομένων των διαβόητων συνομιλιών του με τον ισοβίτη Γιαννουσάκη ή των προσπαθειών του να πουλήσουμε όπλα στη Σαουδική Αραβία.

Το ίδιο κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, που τώρα εκφράζει την δυσανεξία του για τον ηγέτη των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, για χρόνια δεν είχε πρόβλημα ούτε με το ύφος του, ούτε με τον ακροδεξιό επιτονισμό διαφόρων τοποθετήσεών του.

Αυτοί που τώρα τον κατηγορούν ότι θέλει να σπείρει αμερικανικές βάσεις σε όλη την Ελλάδα, δεν είχαν κάνει την ίδια κριτική, όταν έκλεινε ακριβά εξοπλιστικά προγράμματα ή όταν φωτογραφιζόταν με εμπόρους όπλων.

Γιατί η πραγματικότητα είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βολευόταν στη συνεργασία του με τον κ. Καμμένο.

Καταρχάς, ο Πάνος Καμμένος ερχόταν να συμπληρώσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που τόσο χρειαζόταν ο Αλέξης Τσίπρας για να μπορέσει να είναι πρωθυπουργός. Χωρίς τους Ανεξάρτητους Έλληνες δεν θα είχαμε την κυβέρνηση Τσίπρα με αυτή τη σύνθεση και αυτά τα χαρακτηριστικά.

Έπειτα, ο Πάνος Καμμένος ερχόταν να συμπληρώσει το «αντιμνημονιακό κίνημα», που ήταν το εφαλτήριο του ΣΥΡΙΖΑ για την εξουσία. Ήταν το μεγάλο άνοιγμα στην «Πάνω Πλατεία» και τον κόσμο που δεν είχε ιστορικούς δεσμούς με την αριστερά. Ήταν η προσπάθεια ανοίγματος προς κομμάτια που είχαν συντηρητικά αντανακλαστικά και αντιδρούσαν στην αναπαραγωγή του διπόλου «δεξιά-αριστερά».

Τέλος, ο Πάνος Καμμένος ερχόταν για να μπορεί το επιτελείο του Μαξίμου να οραματίζεται ότι μπορεί να διεμβολίσει όχι μόνο την κεντροαριστερά αλλά και την κεντροδεξιά, εφόσον μπορούν να συνεργάζονται και με κόσμο κεντροδεξιάς και δεξιάς προέλευσης.

Η φιλοαμερικανική στροφή δεν είναι ιδέα μόνο του Πάνου Καμμένου

Δεν ήταν λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι ο Πάνος Καμμένος με τις δηλώσεις του για διακρατικές αμυντικές συνεργασίες για να ανακοπεί η ρωσική διείσδυση στα Βαλκάνια και τις προσφορές του για επιπλέον αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα, θέλει να επαναφέρει την ελληνική εξωτερική πολιτική σε εποχές Πιουριφόι.

Μόνο που η ακόμη πιο έντονη φιλοαμερικανική στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και μάλιστα χωρίς τις παραδοσιακές «ισορροπίες» που προσπάθησαν να κρατήσουν όλες οι ούτως ή άλλως «δυτικόφιλες» ελληνικές κυβερνήσεις από τη Μεταπολίτευση και μετά, δεν είναι ιδέα του Πάνου Καμμένου.

Είναι ιδέα του Αλέξη Τσίπρα. Είναι συνολικός προσανατολισμός αυτής της κυβέρνησης που μπορεί κανείς να τον διακρίνει σε τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την περίοδο της πορείας προς την εξουσία (ποιος ξεχνάει τις ελπίδες που είχαν εναποθέσει στον Μπαράκ Ομπάμα για το θέμα του χρέους;).

Η κυβέρνηση αυτή έχει από πολύ καιρό επιλέξει ότι ο βασικός μας στρατηγικός σύμμαχος είναι οι ΗΠΑ και σε αυτόν έχει επενδύσει πολλά.

Ήταν ο Αλέξης Τσίπρας και  ο Νίκος Κοτζιάς που πήραν την επιλογή να προχωρήσουν στη διαπραγμάτευση που οδήγησε στη Συμφωνία των Πρεσπών, ακριβώς επειδή αυτό πέραν όλων των άλλων διευκόλυνε και τους αμερικανικούς σχεδιασμούς στην περιοχή.

Ήταν αυτή η κυβέρνηση και όχι ο Πάνος Καμμένος που πήρε την πρωτοβουλία μιας μερικής ρήξης το καλοκαίρι με τη Ρωσία αντιστρέφοντας εν μέρει μια πολιτική που κρατούσε δεκαετίες.

Αυτά που είπε ο Πάνος Καμμένος προφανώς και δεν είναι το κυβερνητικό σχέδιο, εφόσον αυτό προς το παρόν είναι να υλοποιηθεί η Συμφωνία των Πρεσπών, κάτι που προς το παρόν είναι και η αμερικανική βασική στρατηγική επιδίωξη, εφόσον θέλουν να πετύχουν την είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.

Όμως, η λογική ότι η Ελλάδα σήμερα εντάσσεται ενεργητικά στο αμερικανικό σχέδιο για τη διαμόρφωση συσχετισμών στα Βαλκάνια σε βάρος της Ρωσίας, ελπίζοντας σε κάποιες εγγυήσεις για τα δικά μας ανοιχτά μέτωπα, από τα ελληνοτουρκικά μέχρι την κυπριακή ΑΟΖ, είναι σήμερα κοινή συνισταμένη του Τσίπρα και του Καμμένου.

Μπορεί να σχολιάστηκε η αναφορά του Καμμένου σε «ρωσική διείσδυση» αλλά ήταν πρώτος ο Αλέξης Τσίπρας που μιλώντας στη σύνοδο του ΝΑΤΟ είχε μιλήσει για ανάσχεση ουσιαστικά της Ρωσίας, συντονιζόμενος με τον πυρήνα της ρητορικής των συμμάχων.

Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση πρέπει να ξεκαθαρίσει τη θέση της.

Εάν υπάρχει πραγματικά τόσο μεγάλη αποδοκιμασία του υπουργού Εθνικής Άμυνας, τότε δεν μπορεί και να συνεχίσει να συγκυβερνά μαζί του.

Εάν δεν είναι τόσο μεγάλη η απόσταση, ας μας εξηγήσουν ποια ακριβώς είναι η ελληνική εξωτερική πολιτική, εάν υπάρχουν Plan B, ποιοι οι κίνδυνοι αλλά και ποια τα προσδοκώμενα οφέλη από τις όποιες επιλογές.

Όσο κατανοητές και εάν είναι οι δυναμικές του πολιτικού παιχνιδιού, ιδίως σε μια μακρά προεκλογική περίοδο, όταν το διακύβευμα είναι η θέση της χώρας στον κόσμο, απαιτείται στοιχειώδης σοβαρότητα.