Μπροστά στις σουπερστάρ όπερες που κυριαρχούν στα λυρικά θέατρα, τη Γενούφα τη λες και (σχετικά) new kid on the block: μια άσημη χωριατοπούλα μοιράζεται την ίδια σκηνή με μια Τόσκα, μια Τραβιάτα, μια Νόρμα ή μια Μπατερφλάι. Θυμίζει φτωχοκόριτσο που κέρδισε υποτροφία σε ακριβό σχολείο και την παραχώνουν στο πίσω θρανίο, γιατί δεν την αντέχουν οι ντίβες συμμαθήτριες.

Ασχέτως που τα ράσα δεν κάνουν τον παπά: είδα στο Μέγαρο (cinema live της Metropolitan Opera), μια Αΐντα παλιακιά, βαρετή και στομφώδη. Εφυγα πριν από το σούπερ χάπι εντ όπου τους θάβουν ζωντανούς σε έναν τάφο – καλά, δεν τρελαίνομαι και για Αΐντα γενικώς δηλαδή.

Τη «Γενούφα» του Λέος Γιάνατσεκ, που η εφημερίδα «Guardian» χαρακτήρισε ως την «τέλεια όπερα», ελάχιστοι τη γνωρίζουν. Την πρωτοείδα γύρω στο 2000 (αν θυμάμαι καλά) στη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου και στην αρχή με ξένισε, με ξένισε, ύστερα με κέρδισε και στο τέλος δικαίωσε τον χαρακτηρισμό της ως ένα «λυρικό αριστούργημα του 20ού αιώνα».
Το λιμπρέτο στην τσέχικη γλώσσα διηγείται την ιστορία ενός κοριτσιού που μένει έγκυος από τον αγαπημένο της ενώ, από ζήλεια, ο αντίζηλος αδελφός του τη χαρακώνει στο πρόσωπο.

Μια χαρακιά κι ένας φόνος αργότερα θα πυροδοτήσουν μια συναρπαστική ιστορία εκδίκησης, έρωτα κι ανατροπών, σε σκηνοθεσία της διεθνώς αναγνωρισμένης Νίκολα Ράαμπ.

Είναι τόλμημα, εδώ που τα λέμε, της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που για πρεμιέρα της σεζόν δεν επιλέγει λυρικό σιγουράκι, αλλά καταθέτει μια πιο επιθετική πρόταση όπως η «τέλεια όπερα» του Λέος Γιάνατσεκ.

Πρόκειται για μια (όντως) εντυπωσιακή παραγωγή θα μας μεταφέρει στον κόσμο της Γενούφα. Εναν κόσμο χτισμένο από τα στέρεα υλικά του λυρισμού, της παράδοσης και του συναισθηματικού μεγαλείου.

* «Γενούφα» του Λέος Γιάνατσεκ, στο ΚΠΙΣΝ, μόνο για 6 παραστάσεις 14/10 – 2/11, σε σκηνοθεσία Νίκολα Ράαμπ και μουσική διεύθυνση Λουκά Καρυτινού.