O Γιώργος Ζαμπέτας ήταν μια μοναδική μορφή στο τραγούδι, συνυφασμένη με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. Αλλωστε είχε συμμετοχή σε 95 ταινίες, ένα αξεπέραστο ρεκόρ.

Η προσωπικότητά του και το ταλέντο του ήταν αυτά που τον καθιέρωσαν και από το 1952 έως το 1981 υπηρέτησε το σινεμά άλλοτε γράφοντας μουσική και τραγούδια και άλλοτε απλώς εμφανιζόμενος στο λαϊκό πάλκο.

Η παραγωγικότερη περίοδος για τον μεγάλο δάσκαλο ήταν η «χρυσή» για τον κινηματογράφο και το τραγούδι δεκαετία του 1960. Μπήκε δυναμικά, με το όσκαρ του «Ποτέ την Κυριακή» στο οποίο ο Γιώργος Ζαμπέτας ήταν ο κορυφαίος σολίστ της μουσικής του Μάνου Χατζηδάκι , στα αξέχαστα «Παιδιά του Πειραιά».

Το 1963 ο Γιώργος Ζαμπέτας έγραψε μουσική ή εμφανίστηκε σε έξι ταινίες, το 1964 σε επτά, το 1965 σε δεκαπέντε, το 1966 σε οκτώ, το 1967 σε δεκαπέντε, το 1968 σε δεκαπέντε και το 1969 σε εννέα και το 1971 σε οκτώ ταινίες.

Μερικά από τα πιο αγαπημένα τραγούδια που έχουν καταγραφεί στο «πανί» είναι το «Μάλιστα κύριε», «Ο Πενηντάρης», «Ο πιο καλός ο μαθητής», «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Που ‘σαι Θανάση», «Χίλια περιστέρια», «Δεν έχει δρόμο να διαβώ».

Αφηγείται ο ίδιος για το πώς γεννήθηκε η επιτυχία του «Δεν έχω δρόμο να διαβώ»;

«Στο μαγαζάκι μας όλα μια χαρά, προχωράμε ωραία και κατά τον Απρίλιο-Μάρτη του ’63 πάω και βρίσκω το Δημητράκη, το Δημήτρη το Χριστοδούλου, μήπως έχει τίποτα να μου δώσει.

Και τι μου δίνει… Πρώτο τραγούδι που μου ‘δωσε ήτανε το «Χάθηκες», το «Δεν έχω δρόμο να διαβώ». Το κοιτάω, το περιεργάζομαι, το ξανακοιτάω. Σάλευε, σάλευε αυτό! Από μόνο του μίλαγε το τραγούδι. Ενθουσιάστηκα…

Τότε ήταν που γυρνάγαμε με τον Αλέκο Σακελλάριο την ταινία του, τη «Σωφερίνα», με τη Βουγιουκλάκη. Είχα μπει πια για τα καλά στον κινηματογράφο. Με είχε βάλει ο Σακελλάριος να κάνω έναν μάγκα με μπαγλαμά, φυλακισμένο και στη φυλακή θα κλείνανε την Αλίκη για μια παρανομία και θα αρχίζαμε εκεί μέσα το τραγούδι για να ξεχαστούν οι πόνοι. Το τραγούδι θα ήτανε του Λαβράνου και θα το τραγουδάγαμε όλοι, εγώ, η Αλίκη και το Τρίο Ατενέ.

Λοιπόν εκεί στα γυρίσματα, γύρισε-στοπ, γύρισε-στοπ, μια αργούσε η Βουγιουκλάκη, μια όλο και κάτι γινότανε, πιάνω το μπαγλαμά και αρχίζω μόνος μου να παίζω, να φτιάχνω τους στίχους του Δημητράκη. Εκεί το ‘φτιαξα. Εκεί μου βγήκε. Τότε γεννήθηκε το τραγούδι. Απρίλη ’63.

Το άκουσε κι ο Σακελλάριος και ενθουσιάστηκε. Μου είπε, Ζαμπέτα μου θα δεις αυτό θα γίνει πολύ μεγάλο τραγούδι, να με θυμηθείς. Δεν του έδωσα σημασία».