Τη βρίσκει στο ένα και μοναδικό ον, που είναι αγέννητο και άφθαρτο. Η αιωνιότητά του προϋποθέτει ότι αυτό δεν έχει ούτε παρελθόν ούτε μέλλον, αλλά είναι πάντα παρόν και υπαρκτό. Το αληθινό ον, που δεν ανέχεται κανένα μερισμό και καμία μεταβολή, είναι κάτι συνεχές, ακίνητο και ομοειδές, που μπορεί να παρομοιαστεί με μια σφαίρα.

Επίσης, το πραγματικό αυτό ον πουθενά δε διακόπτεται από το μη ον, το μη είναι, καθώς «υπάρχει μόνο το είναι, το μηδέν δεν υπάρχει».

Μολονότι ο Παρμενίδης φθάνει σε αυτήν την απόλυτη αντίληψη του όντος ξεπερνώντας τον κόσμο των αισθήσεων με το δρόμο του πνεύματος, και μάλιστα ταυτίζει το ον με τη σκέψη, αυτό το ον δεν εξαϋλώνεται, ώστε να γίνει καθαρή έννοια. Μάλλον νοείται ως κάτι αντικειμενικό, χωρίς να έχουμε περισσότερες πληροφορίες για την ποιότητά του.

Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι ο Παρμενίδης αντιλαμβανόταν το αληθινό ον ως πεπερασμένο, θέση που προξένησε δυσκολίες στους οπαδούς του και γρήγορα εγκαταλείφθηκε.

Κατά τον Παρμενίδη, αντιμέτωπος με τον κόσμο του όντος, που είναι προσιτός στη σκέψη του σοφού, έρχεται ο κόσμος των φαινομένων, που είναι γέννημα ανθρώπινων απόψεων. Έτσι, απέναντι στο ένα και μοναδικό αληθινό ον στέκουν πολλές και διάφορες δοξασίες (δόξαι).

Παρμενίδης, ο δρόμος του πνεύματος (Μέρος Α’)

Παρμενίδης, ο δρόμος του πνεύματος (Μέρος Β’)