Διαβάζω επικριτικά σχόλια στο Διαδίκτυο για τον τρόπο με τον οποίο κάλυψαν οι συνάδελφοι της τηλεόρασης τις πυρκαγιές σε Κινέτα και Μάτι. Αλλοι τους κατακρίνουν για τα γλωσσικά ατοπήματά τους και τα γραμματικά λάθη τους, άλλοι για την σχεδόν θεατρική ένταση που είχαν ορισμένοι, άλλοι για τα πλάνα που έδειχναν και τις (ενίοτε ατυχείς) ερωτήσεις που έκαναν σε ανθρώπους που προσπαθούσαν να σώσουν τα σπίτια τους ή αναζητούσαν τους δικούς τους. Θέλω να τους υπερασπιστώ, ακόμα και εκείνους που ο τρόπος με τον οποίο έκαναν τη δουλειά τους δεν με ικανοποίησε.

Θέλω να τους υπερασπιστώ, επειδή ξέρω πόσο δύσκολο ήταν αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν. Και πως πολύ λίγοι, ελάχιστοι εξ ημών, μπορούν να το φέρουν σε πέρας με την αρτιότητα που απαιτούμε τώρα από τους τηλεοπτικούς ρεπόρτερ. Επειδή γνωρίζω την αφόρητη πίεση που ένιωθαν έχοντας να αντιμετωπίσουν από τη μία τη φωτιά και από την άλλη κάποιον ανώτερό τους (αρχισυντάκτη, κεντρικό παρουσιαστή κλπ.) που τους έλεγε φανερά ή μυστικά (μέσα από το ακουστικό που πιθανώς φορούσαν στο αυτί τους) που να σταθούν, τι να πουν και τι να κάνουν. Οι συνάδελφοι καλούνταν να κάνουν την ίδια στιγμή, και αυτό που τους έλεγαν και αυτό που έπρεπε, πράγματα που συχνά δεν συνέπιπταν.

Επρεπε να ενημερώνουν και να είναι καλύτεροι από τους ανταγωνιστές τους στα άλλα κανάλια. Να νικήσουν τους προσωπικούς τους φόβους και την κούρασή τους. Να βοηθήσουν εκείνους που είχαν ανάγκη. Επρεπε και να βγουν ζωντανοί από τη φωτιά. Ανάμεσά τους, υπήρχαν νέοι δημοσιογράφοι που ίσως για πρώτη φορά πήραν «το βάπτισμα του πυρός». Αξίζουν μεγαλύτερης κατανόησης και συμπάθειας, ειδικά από όλους εμάς που κρίνουμε εκ της πολυθρόνας μας.