Η ξανθιά μεσόκοπη κυρία ήταν μάλλον Ρωσίδα. Να γύριζε στο σπίτι της μετά τη δουλειά; Πιθανότατα. Έδινε πάντως την εντύπωση ότι ήταν κουρασμένη. Στο δεξί της χέρι είχε περασμένη μια πλαστική σακούλα με ρούχα. Και με το ίδιο χέρι κρατούσε ένα βιβλίο.

Τίποτα δεν μπορούσε να ταράξει την ανάγνωσή της. Ούτε οι απότομες κινήσεις του εκνευρισμένου οδηγού του λεωφορείου. Το πρόσωπό της απέπνεε μια θαυμάσια γαλήνη. Τα γαλαζοπράσινα μάτια της διέτρεχαν τις αράδες με σοβαρότητα και ζωηράδα.

Πρόλαβα να διακρίνω το αλφάβητο. Κατάλαβα ότι διάβαζε ένα κείμενο στη μητρική της γλώσσα. Όμως το εξώφυλλο του βιβλίου δεν μπορούσα να το δω. Το είχε καλύψει με μια αυτοσχέδια κουβερτούρα που φαινόταν φτιαγμένη απ’ τις κομμένες σελίδες κάποιου εγχώριου γκλόσι περιοδικού.

Εκείνη τη στιγμή αναρωτήθηκα γιατί το έκρυβε. Προβληματίστηκα έντονα. Και, επειδή ακριβώς δεν γνώριζα την ταυτότητα της γυναίκας, άρχισαν να περνάνε απ’ το μυαλό μου παράξενα σενάρια, μέχρι και σε κατάλοιπα, φοβικά σύνδρομα της καθημερινότητας στις χώρες της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, έτρεξε ο νους μου.

Έκανα διάφορες εικασίες, εν πάση περιπτώσει. Θα μπορούσε η ίδια να ντρέπεται για κάποιο λόγο; Η σκέψη αυτή με αναστάτωσε. Να ντρέπεται επειδή απλώς διαβάζει; Επειδή είναι μια «ξένη» που διαβάζει ένα «ξένο» βιβλίο; Προφανώς και δεν έχει σημασία το είδος, αν ήταν ένα μελόδραμα ή Ντοστογιέφσκι, δεν είναι εκεί το θέμα.

Το θέμα είναι πώς την κοιτούσαν οι δύο καλοβαλμένες κυρίες, συμπατριώτισσές μας δίχως αμφιβολία, οι οποίες καθόντουσαν απέναντί της και κάθε τόσο, διακόπτοντας το κουτσομπολιό τους, έριχναν προς τα κει κλεφτές ματιές. Αηδία και οίκτος, κυρίες και κύριοι! Αυτά μαρτυρούσαν τα συντονισμένα βλέμματά τους που, θα μου επιτρέψετε να επιμείνω στο σημείο αυτό, αφορούσαν περισσότερο το γεγονός ότι η γυναίκα ήταν και ξένη και διάβαζε…

Μια τέτοια αντιμετώπιση δεν εκπλήσσει. Δυστυχώς, για τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας, που ως γνωστόν ξέρει τα πάντα και γι’ αυτό δεν χρειάζεται να ψάχνει στα βιβλία, το διάβασμα παραμένει μια κουλτουριάρικη πολυτέλεια, είναι μια πράξη σχεδόν εξωτική που αντιμετωπίζεται, συγχρόνως, με την υπεροψία της άγνοιας και την καχυποψία της κουτοπονηριάς.

Γενικεύσεις, θα μου πείτε. Πράγματι, θα σας απαντήσω, τόσο γενικευμένο είναι το πρόβλημα…

Είμαι πεπεισμένος, ωστόσο, πως αν οι κυρίες είχαν απέναντί τους έναν Ρώσο που, από τη μια πλευρά, έλεγε σωστά τη λέξη «μαλάκας» την ώρα που μιλούσε στο κινητό του και, από την άλλη, σιγοσφύριζε ικανοποιητικά ένα λαϊκό σουξέ της ημεδαπής, θα ένιωθαν λίγο πιο οικεία μαζί του.

Η άλλη που διάβαζε, η άλλη που είχε το θράσος να διαβάζει και να κάθεται ήσυχα στη θέση της, τις έκανε να νιώθουν άβολα, ήταν σαν εξωγήινη!