Τα νεαρά άτομα που κάνουν συχνά ακατάσχετη κατανάλωση αλκοόλ είναι πιθανότερο να έχουν συγκεκριμένους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακή νόσο, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Heart Association.

Παλαιότερες μελέτες είχαν δείξει ότι η ακατάσχετη κατανάλωση αλκοόλ, δηλαδή πέντε ή και περισσότερα ποτά για τους άνδρες (τέσσερα ή και περισσότερα για τις γυναίκες) στη σειρά ανά περίσταση, εντός 30 ημερών, αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο στα μεσήλικα και ηλικιωμένα άτομα. Αλλά στα νεότερα άτομα, 18-45 ετών, δεν ήταν ξεκάθαρο μέχρι σήμερα πως επηρεάζονται οι μεταβολικοί και αιματολογικοί παράγοντες.

Στην παρούσα μελέτη, οι ερευνητές με επικεφαλής την Δρ Μαριαν Πιανο από τη Νοσηλευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Vanderbilt στο Τεννεσί, εξέτασαν καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου (περιλαμβανομένης της υπέρτασης, της χοληστερόλης και του σακχάρου) σε δείγμα 4.710 ενήλικες, 18-45 ετών, που είχαν πάρει μέρος στη μελέτη National Health and Nutrition Examination Survey (NHANES) το 2011-2012 και το 2013-2014.

Οι συμμετέχοντες, είτε δεν είχαν αναφέρει ακατάσχετη κατανάλωση αλκοόλ, είτε το είχαν κάνει 1-12 φορές τον χρόνο, ή περισσότερες από 12 φορές μέσα στο ίδιο έτος.

Οι επιστήμονες συνέκριναν τις τιμές της αρτηριακής πίεσης, του σακχάρου και της χοληστερόλης μεταξύ των τριών ομάδων και διαπίστωσαν ότι, 12 ή περισσότερες φορές ακατάσχετης κατανάλωσης αλκοόλ αναφέρθηκαν από το 25,1% των ανδρών και το 11,8% των γυναικών. Λιγότερα από 12 τέτοια περιστατικά αναφέρθηκαν από το 29,0% των ανδρών και το 25,1% των γυναικών.

Οι νεαροί άνδρες που ανέφεραν κατ’ επανάληψη ακατάσχετη κατανάλωση αλκοόλ είχαν υψηλότερη συστολική αρτηριακή πίεση και ολική χοληστερόλη, από τα άτομα που δεν έκαναν τέτοιου είδους κατανάλωση αλκοόλ και τις νεαρές γυναίκες που επίσης έκαναν ακατάσχετη κατανάλωση αλκοόλ.

Οι νεαρές γυναίκες που ανέφεραν ακατάσχετη κατανάλωση αλκοόλ είχαν υψηλότερα επίπεδα σακχάρου από εκείνες που δεν έκαναν τέτοιου είδους κατανάλωση.

Να σημειωθεί ότι οι συσχετισμοί ίσχυαν ακόμα και όταν οι ερευνητές συνεκτίμησαν τη διατροφή και τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας των συμμετεχόντων.