Ενα χρόνο νωρίτερα το Σκοπιανό δεν υπήρχε στην ατζέντα του Αλέξη Τσίπρα, ούτε είχε καταγραφεί κάποια ειδική προετοιμασία σε διπλωματικό ή πολιτικό επίπεδο για ένα νέο κύκλο διαπραγμάτευσης.

Σε εκείνη τη φάση, τα εθνικά ζητήματα περιορίζονταν για τους ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ στις συζητήσεις για το Κυπριακό και στη διαπραγμάτευση του Νίκου Αναστασιάδη με τον Μουσταφά Ακιντζί στο ελβετικό θέρετρο του Γκραν Μοντανά.

Η παρουσία του Νίκου Κοτζιά δεν είχε σπρώξει τα πράγματα μπροστά, απεναντίας ο Eλληνας ΥΠΕΞ  δεν εμφανίστηκε πρόθυμος για παραχωρήσεις που θα δημιουργούσαν μια προβληματική εικόνα για την κυβέρνηση Τσίπρα στο εσωτερικό.

Ο Καμμένος εκθείαζε τον Κοτζιά για τα αναχώματα -που επέτρεπαν να διαμορφωθεί η εικόνα ενός «υπερπατριώτη» ΥΠΕΞ και κυρίως να διαβιβαστεί το μήνυμα ότι η κυβέρνηση δεν είχε διάθεση για πειραματισμούς στα εθνικά θέματα.

Τί άλλαξε ένα χρόνο μετά που να δικαιολογεί τη σπουδή για συμφωνία στο Σκοπιανό και το σόου στις Πρέσπες;

Η πρωθυπουργία Ζάεφ που μεσολάβησε είναι η εξήγηση του Μαξίμου για την αλλαγή σκηνικού, αλλά στην πραγματικότητα η κυβέρνηση Τσίπρα «ανακάλυψε» το Σκοπιανό, όπως και το Αλβανικό που επίσης επιδιώκεται να επιλυθεί με αντίστοιχη σπουδή, επειδή χρειάζεται πολιτικό αντίδοτο για τον εγκλωβισμό της χώρας σε έναν ατέρμονο μνημονιακό κύκλο -με τις φαρμακερές μειώσεις σε συντάξεις και αφορολόγητο- και σε μια διευθέτηση του χρέους που δεν θα επιτρέπει πανηγυρισμούς ούτε θα πείθει τις αγορές.

Το Μαξίμου θεωρεί ότι στο Σκοπιανό βρήκε μια επιτυχία που αναζητούσε, ως πολιτικό σωσίβιο, απεγνωσμένα.

Στη βάση αυτή, η σχεδόν εξάμηνη διαπραγμάτευση έγινε χωρίς σαφείς κόκκινες εθνικές γραμμές, χωρίς ενημέρωση ή διαβούλευση με κόμματα και φορείς για όσα θα πρέπει η χώρα να διεκδικήσει και, εν τέλει, χωρίς ουσιαστική μελέτη για τα τετελεσμένα και την επόμενη ημέρα που διαμορφώνει η συμφωνία Τσίπρα-Ζάεφ για τη χώρα και την ελληνική κοινωνία.

Το ακραία διχαστικό κλίμα που ήδη καταγράφεται εντός κι εκτός Βουλής, είναι η πρώτη σοβαρή παρενέργεια. Τα εθνικά θέματα μπήκαν στην ατζέντα της κυβέρνησης αποκλειστικά για μικροκομματικούς λόγους και για εσωτερική κατανάλωση. Κι αυτό, όπως ιστορικά έχει διαπιστωθεί, μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για ανισόρροπες, αν όχι επικίνδυνες, καταστάσεις.