Η είδηση για το πρωτογενές πλεόνασμα της Ελλάδας για το 2017 στο ποσοστό 4,2% του ΑΕΠ χαροποίησε σίγουρα τόσο την κυβέρνηση όσο και τους δανειστές καθώς υπερέβη τον δημοσιονομικό στόχο κατά πολύ που ήταν 1,75% ενώ ο στόχος αναπροσαρμόζεται για τα επόμενα χρόνια στο 3,5%.

Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση δεν θα έπρεπε να πανηγυρίζει σε καμία περίπτωση. Ρευστότητα στην οικονομία δεν υπάρχει, οι καταθέσεις δεν έχουν επιστρέψει στις τράπεζες, τα capital controls συνεχίζουν να ισχύουν και η υπερφορολόγηση μισθώτων και ελευθέρων επαγγελματιών οδηγεί χιλιάδες μικρομεσαίους επιχειρηματίες σε λουκέτο και εργαζόμενους σε μακροχρόνια ανεργία.

Βασικός στόχος ενός πλεονάσματος είναι η επανεπένδυση στην οικονομία αλλά και η ενίσχυση εκείνων των δομών της κρατικής πρόνοιας που το έχουν ανάγκη.

Στην χώρα αυτή την στιγμή, οι κρατικές δομές σε υγεία και παιδεία για παράδειγμα είναι σχεδόν ανύπαρκτες, η μεσαία τάξη βρίσκεται στα όρια της φοροδοτικής της ικανότητας και άμεσες ξένες επενδύσεις δεν πραγματοποιούνται με το εύρος της γραφειοκρατίας και της φορολογίας που υπάρχει αυτή την στιγμή.

Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη να εκπονηθεί στην χώρα ένα σχέδιο ανασυγκρότησης για την μεταμνημονιακή εποχή στην οποία κομβικό ρόλο θα παίξει η αξιοποίηση του παραγωγικού ανθρώπινου δυναμικού και η ανάσχεση του brain drain που κοστίζει δισεκατομμύρια ετησίως.

Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να θριαμβολογεί για το υπερπλεόνασμα που σημαίνει ταυτόχρονα υπερέλλειμμα στον ιδιωτικό τομέα και την πραγματική οικονομία, θα πρέπει να καλύψει άμεσα το παραγωγικό κενό στην χώρα που υπερβαίνει τα 100 δις δίνοντας έμφαση σε σοβαρές διαρθρωτικές μεταβολές στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.

Σύνεση, σχέδιο και δουλειά είναι το κλειδί της επιτυχίας και όχι το υπερπλεόνασμα που σημαίνει διακράτηση κεφαλαίων λόγω ανασφάλειας της οικονομίας.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος – τραπεζικός