Ξέρω, ξέρω. Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος – πόσω μάλλον όταν η χειρονομία του Πάπα Φραγκίσκου ήταν να μοιράσει ανήμερα της γιορτής του 3.000 παγωτά στους άστεγους της Ρώμης.

Αλλά κι αυτός άνθρωπος είναι που έχει μάθει το μάνατζμεντ της Καθολικής Εκκλησίας στο αλφαβητάρι των μύθων, των συμβολισμών και του Μεγάλου Κώδικα, για να θυμηθούμε τον σπουδαίο Νόρθροπ Φράι.

Πώς να επέλθει ο χορτασμός των τρισχιλίων χωρίς το θαύμα του συμβολικού λόγου; Πώς να κονταροχτυπηθείς με την επιθυμία, τον υπ’ αριθμόν ένα εχθρό του δόγματός σου;

Μέσα στη θεσμική φαντασμαγορία του Ποντίφικα ένα ψήγμα αλήθειας τον ανυψώνει πάνω από δόγματα και κηρύγματα (που αν θέλουμε τα πιστεύουμε – κυριολεκτικά και μεταφορικά): η υστεροφημία και αυτού του ανάξιου δούλου -«αμαρτωλό» επιμένει να ονομάζει ο ίδιος τον εαυτό του- θα κριθεί μες στην πολλή συνάφεια με τον Άλλο.

Κι ύστερα πρόκειται για παγωτό. Οι κονσιλιέρι και οι παρατρεχάμενοι θα το απέκλειαν όπως ο Ιησούς τον πειρασμό, αλλά η ιερόσυλη σκέψη βρήκε τρόπο να τρυπώσει σ’ αυτές τις εφήμερες γραμμές: πρόκειται για μια ένοχη απόλαυση απ’ την οποία δεν μπορεί να εξαιρεθούν οι απόκληροι των πεζοδρομίων.

Πρέπει κι αυτοί να εισέλθουν στο άτυπο μεσογειακό καλοκαίρι, να γευτούν τη δωρεά, να ξεγελάσουν την επιθυμία τους. Αυτός ο κόσμος δεν θ’ αλλάξει ποτέ σε πείσμα της παπικής πίστης.

Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χόρχε Μάριο Μπεργκόλιο μπορεί να ξεχάσει τη γεύση που είχε κάποτε η παιδική του ηλικία. Ούτε ότι θα σταματήσει να ρίχνει ψιχία απ’ το τραπέζι των κυρίων «τοις κυναρίοις».