Ο Γιάννης Στουρνάρας δεν άλλαξε γνώμη. Πιστεύει ότι η οικονομία θα πρέπει να είναι θωρακισμένη μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος ώστε να μην αυξηθεί κατακόρυφα το κόστος δανεισμού. Απλά ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος για να μην ξεκινήσει νέος γύρος διαξιφισμών με την κυβέρνηση το λέει με όσο πιο κομψό τρόπο μπορεί.

Στην τελευταία παρέμβαση του εξήγησε πως η προληπτική γραμμή  πίστωσης δεν είναι  νέο μνημόνιο, αλλά ένα θεσμοθετημένο ήδη εργαλείο εξομάλυνσης και διασφάλισης κατά τη μεταβατική περίοδο.

Εφόσον βέβαια η κυβέρνηση δεν την  θέλει, πρόσθεσε,  θα πρέπει  μαζί με τους εταίρους να καταλήξουν σε μία συμφωνία που θα άρει τις αβεβαιότητες.

Όπως εξήγησε οι όποιες αποφάσεις για το πλαίσιο εποπτείας μετά το τέλος του προγράμματος, θα πρέπει να διασφαλίζουν την ομαλή, χαμηλού κόστους και απρόσκοπτη χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών και γενικότερα της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα σε περίπτωση που η πιστοληπτική αξιολόγηση του Ελληνικού Δημοσίου παραμείνει χαμηλότερη από την επενδυτική βαθμίδα.

Ο κ. Στουρνάρας θεωρεί ζωτικής σημασίας την διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων από την ΕΚΤ  καθώς περιορίζει το κόστος δανεισμού το τραπεζικού  συστήματος και επιτρέπει την συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Και όλα αυτά σε μία περίοδο που τα περιθώρια (spreads) μεταξύ ελληνικών και ευρωπαϊκών επιτοκίων κινούνται κατά μέσο όρο πάνω από 350 μονάδες βάσης (3,5%), επηρεάζοντας αυξητικά το κόστος δανεισμού του Δημοσίου. Γιατί  η διαπραγμάτευση που γίνεται αυτή την περίοδο για την μεταμνημονιακή εποχή  δεν είναι ζήτημα επικοινωνίας.

Για να  συντηρήσει η κυβέρνηση το αφήγημα της πως είναι αυτή που μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων πέτυχε την «καθαρή έξοδο». Είναι θέμα ουσία και έχει να κάνει με το κόστος δανεισμού την επόμενη…  ημέρα. Πόσο  ακριβά δηλαδή θα πληρώσουμε την έξοδο αυτή.