Πώς το είπατε την τελευταία φορά που αγανακτήσατε; Δεν τα «φάγαμε μαζί»; Θα έδινα ευχαρίστως τόπο στην οργή σας, αν δεν επέστρεφα μαζί με χιλιάδες άλλους εκδρομείς στην εθνική οδό την επαύριο του Πάσχα.

Η επιστροφή αυτή σε βαφτίζει σημειολόγο εκ του προχείρου, ακόμη κι όταν εσύ αποποιείσαι οποιαδήποτε ομοιότητα. Η Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης (ΛΕΑ), για παράδειγμα. Στην εθνική Αθήνας – Πατρών δεν έμεινε ποτέ Λωρίδα και σίγουρα όχι έκτακτης ανάγκης. Χρησιμοποιήθηκε σαν το τέταρτο ρεύμα ανόδου προς την πρωτεύουσα από πάσης φύσεως εποχούμενους και οδηγούς (με την εξαίρεση των νταλικιέρηδων, ομολογουμένως).

Είναι το ελάχιστο μερίδιο ανομίας που επιτρέπουν στον εαυτό τους οι συνοδηγοί. Επειδή «δεν αντέχουν την κίνηση». Επειδή «πληρώνουν διόδια για να έχουν δρόμους» και επειδή «δεν παραβιάζεις το νόμο για λίγα δευτερόλεπτα».

Αυτή η «έκτακτη» παρασπονδία είναι μια κανονικότητα – μια παραβατική συμπεριφορά απλούτως ενταγμένη στο μεταμνημονιακό τοπίο της κατά κεφαλήν παρανομίας. Η καταστρατήγηση ακόμη και του βασικού επιχειρήματος -ότι η λωρίδα πρέπει να μένει ανοιχτή για να διευκολυνθούν όσοι έχουν πραγματική ανάγκη- μοιάζει αίτημα υπερβολικό έως και υποβολιμιαίο από «τυπολάτρες».

Η Λωρίδα Έκτακτης Ανάγκης καταπατάται στην Ελλάδα όπως κάθε κανόνας που δεν συνεπάγεται την άμεση κύρωση ή χρηματικό πρόστιμο. Λειτουργεί σαν μικρογραφία για την εξατομικευμένη φαντασίωση δικαιοσύνης που ο καθένας επιφυλάσσει για τους άλλους. Ποιος θα το περίμενε ότι ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας ποτέ δεν είναι τόσο πολιτικός όσο όταν είναι προσωπικός.