Ενας μουσικόφιλος, κάπως ελληνοκεντρικός, ίσως τον γνωρίζει από την παραγωγή του στο «Χαμόγελο της Τζοκόντας» ή τη συνεργασία του με τη Νάνα Μούσχουρη.

Για τον Κουίνσι Τζόουνς, βέβαια, κάτι τέτοια μπορεί να συνιστούν απλώς δύο ακόμα καταχωρίσεις σε έναν κατάλογο γεμάτο επιτυχίες. Στο κάτω κάτω, μιλάμε για τον άνθρωπο που καθόταν στην κονσόλα όταν γραφόταν το «Thriller» του Μάικλ Τζάκσον, ο πιο ευπώλητος δίσκος όλων των εποχών, ή το φιλανθρωπικού ενδιαφέροντος «We are the world»• που έκανε την ενορχήστρωση σε άλμπουμ του Φρανκ Σινάτρα, που συνέθεσε μουσική για ταινίες όπως «Εν ψυχρώ» ή «Ληστεία α λα ιταλικά» και που με τα πολλά βραβεύτηκε με Οσκαρ, με Τόνι, με Γκράμι, αλλά και με Emmy.

Σύμφωνα με τα Νέα τα πρώτα χρόνια στο Σικάγο της δεκαετίας του 1930 δεν είχαν τόση λάμψη – τα ναρκωτικά, η πορνεία και οι δολοφονίες ήταν στην καθημερινότητά του, χώρια που η μητέρα του νοσηλεύτηκε για καιρό σε ψυχιατρική κλινική -, από τότε όμως που άρχισε να περιοδεύει ως τρομπετίστας με τον Λάιονελ Χάμπτον ή τον Ντίζι Γκιλέσπι, σαν να βρήκε τον δρόμο του. Εναν δρόμο γεμάτο απίθανες ιστορίες: οι ξέφρενοι χοροί με τον Μάρλον Μπράντο ή τα γεύματα με τη Λένι Ρίφενσταλ είναι μερικές μόνο από αυτές. Καθόλου παράξενο λοιπόν που ο Κουίνσι Τζόουνς, ενόψει των 85ων γενεθλίων του, ενός ντοκιμαντέρ για τη ζωή του στο Netflix και ενός αφιερώματος στο CBS, έδωσε στα περιοδικά «GQ» και «New York» δύο απολαυστικές συνεντεύξεις.

Η Λένι Ρίφενσταλ. «Ημουν θαυμαστής της από τον «Θρίαμβο της θέλησης». Αυτή η γυναίκα ήταν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες που έζησαν ποτέ. Ηξερε ότι ήμουν φαν και έτυχε να βρεθώ στο Βερολίνο. Μια μέρα στο ξενοδοχείο έφτασε μια πρόσκληση: ήθελε να γευματίσουμε μαζί. Και ήταν η πιο απίστευτη συνάντηση στη ζωή μου. Ηξερα τα πάντα για εκείνη. Ηταν η κοπέλα του Γκέμπελς – που ήταν κάτι σαν τον υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων του Γ’ Ράιχ. Εμοιαζε με τη Χέντι Λαμάρ στα νιάτα της. Μου έλεγε ότι χρησιμοποιούσε 211 κάμερες. «Γιατί;» ρώτησα εγώ. Και μου λέει: «Κάναμε μια ταινία προπαγάνδας για τον Χίτλερ – πιστεύεις ότι θα έλεγα στον Χίτλερ «Αντολφ, να το πάμε άλλη μία»;». Κι έπειτα μου είπε κάτι που έβγαλε αμέσως νόημα. Οτι όλοι στο Γ’ Ράιχ έκαναν κοκαΐνη. Οταν ήμουν έντεκα χρονών, δούλευα για νταβατζήδες και το ίδιο έκαναν κι εκείνοι – έπαιρναν κοκαΐνη επειδή διέγειρε τη ροπή προς τη βία».

in.gr