Τα παιδιά που ζουν σε πολύ φτωχές περιοχές και πάσχουν από οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία, τη συχνότερη μορφή παιδικού καρκίνου, έχουν πολύ μεγαλύτερες πιθανότητες να υποτροπιάσουν μετά από τη θεραπεία, σε σχέση με τα παιδιά από λιγότερο φτωχές περιοχές, σύμφωνα με αμερικανική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο Pediatric Blood and Cancer.

Ερευνητές του Αντικαρκινικού Κέντρου «Dana-Farber», με επικεφαλής την παιδίατρο-ογκολόγο Κίρα Μπόνα, μελέτησαν τις περιπτώσεις 575 παιδιών, ηλικίας ενός έως 18 ετών, που είχαν υποβληθεί σε θεραπεία για οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία σε διάφορα αντικαρκινικά κέντρα των ΗΠΑ. Τα παιδιά ήταν είτε φτωχών, είτε πολύ φτωχών οικογενειών.

Η μελέτη έδειξε ότι ακόμη και ο βαθμός της φτώχειας επηρεάζει την εξέλιξη της νόσου, με αποτελεσμα όσο πιο γρήγορα υποτροπίαζε η λευχαιμία, τόσο πιο δύσκολα να θεραπεύεται. Το 85% των παιδιών από πολύ φτωχές περιοχές ζούσαν για πάνω από πέντε χρόνια, έναντι ποσοστού 92% για τα άλλα παιδιά. Το 92% των πολύ φτωχών παιδιών υποτροπίαζαν σε λιγότερο από τρία χρόνια, έναντι 48% των λιγότερο φτωχών παιδιών, ακόμη κι αν όλα τα παιδιά είχαν ήδη υποβληθεί στην ίδια αντικαρκινική θεραπεία.

Η μελέτη δεν παρέχει σαφείς εξηγήσεις γιατί οι διαφορές στη φτώχεια έχουν τέτοια επίδραση στον παιδικό καρκίνο. Μία πιθανή εξήγηση είναι ότι τα πολύ φτωχά παιδιά έχουν γενικότερα χειρότερη υγεία, μειωμένη ανάπτυξη, είναι πιο ευάλωτα σε διάφορες λοιμώξεις κ.α.

Σύμφωνα με την Δρ Μπόνα, τα παιδιά αυτά είναι πιθανότερο να βιώσουν πιο έντονα τις τοξικές παρενέργειες της χημειοθεραπείας. Μπορεί, επίσης, να εισαχθούν συχνότερα στο νοσοκομείο για άλλο λόγο, αλλά τότε πρέπει να μειωθεί ή να καθυστερήσει η χημειοθεραπεία τους, πράγμα που μπορεί να οδηγήσει σε πρόωρη υποτροπή του καρκίνου.

Επιμέλεια: Μαίρη Μπιμπή

health.in.gr,ΑΠΕ-ΜΠΕ