Ηπιότερη του αναμενόμενου, αλλά μακρύτερης διάρκειας εκτιμά ότι θα είναι η ύφεση στην οικονομία, το ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεσή του. Συγκεκριμένα, εκτιμά ότι κατά το β’ εξάμηνο του 2015 το ΑΕΠ θα σημειώσει υποχώρηση της τάξης του 1,5%, έναντι αύξησης 1,1% στο α’ εξάμηνο, οδηγώντας σε ετήσια υποχώρηση της τάξης του 1,5%-2%.

Οι αντικειμενικές συνθήκες για αναστροφή της αρνητικής πορείας υπάρχουν, τονίζουν, αλλά δεν επιτρέπεται εφησυχασμός. Όρος για την ομαλοποίηση και την ανάπτυξη η ανεκεφαλαιοποίηση των τραπεζών και η άρση των capital controls, λένε ακόμη.

Όπως είπε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ κ. Νίκος Βέττας κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της Τριμηνιαίας Έκθεσης για την Ελληνική Οικονομία του Ινστιτούτου, η πρόβλεψη για τη φετινή ύφεση είναι στο 1,5% (η προ τριμήνου εκτίμηση ήταν ύφεση 2-2,5%), κάτι που είναι απόλυτα εφικτό.

Ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ σημείωσε πως «τα χειρότερα δεν ήρθαν, όμως το τραύμα είναι βαρύ και θα χρειαστεί χρόνος και προσπάθεια ώστε να επουλωθεί», ενώ ανέφερε πως το στοίχημα είναι πόσο γρήγορα μέσα στο 2016 θα γυρίσει η οικονομία.

Ο ίδιος εκτίμησε πως η ελληνική οικονομία μπορεί να γυρίσει σε θετικούς ρυθμούς από τα μισά του επόμενου έτους, αυτό όμως, όπως ανέφερε ο ίδιος, δεν φαίνεται να είναι ικανό να γυρίσει η οικονομία σε θετικούς ρυθμούς σε ετήσια βάση, ενώ σημείωσε πως για το 2016 δεν μπορεί να γίνει ασφαλής πρόβλεψη.

Πάντως ο κ. Βέττας δήλωσε πωςυπάρχουν αντικειμενικά οι συνθήκες να βγει από το τέλμα η οικονομίακαι εκτίμησε πως το πρόγραμμα δεν οδηγεί σε αδιέξοδο, ωστόσο η δυσκολία δεν έχει να κάνει με το πρόγραμμα αλλά με τις αστοχίες των προηγούμενων μηνών αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμοστεί αυτό και ποιες προτεραιότητες θα τεθούν το αμέσως προσεχές διάστημα.

«Αν το πρόγραμμα εξελιχθεί χωρίς παρεκκλίσεις, και, ειδικότερα αν διευθετηθεί έγκαιρα το τραπεζικό ζήτημα, τα πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι μια χαμηλότερη ύφεση, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, θα είναι πιθανή για το τρέχον έτος (ίσως με μετάθεση μέρους της ύφεσης προς το μέλλον). Σε κάθε περίπτωση, η επαναλειτουργία και η σταδιακή ομαλοποίηση των τραπεζών αποτελεί απολύτως αναγκαία, αν και όχι από μόνη της ικανή συνθήκη, για την σταδιακή εμφάνιση σημαντικών επενδύσεων, και για αυτό το λόγο, θα πρέπει να προχωρήσει με επείγοντα και ξεκάθαρο τρόπο», υπογραμμίζεται στην έκθεση.

Τα στοιχεία της έκθεσης

Όπως σημειώνεται στην Τριμηνιαία Έκθεση για την Ελληνική Οικονομία, «η τρέχουσα οικονομική κατάσταση, όπως την εξετάζει η παρούσα τριμηνιαία έκθεση, χαρακτηρίζεται από τη σύνθεση επιμέρους δυναμικών που είναι ενδιαφέρουσες και πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν προσεκτικά. Οι αντικειμενικές συνθήκες για την αναστροφή της αρνητικής πορείας υπάρχουν. Όμως, ενδεχόμενος εφησυχασμός από τους υπεύθυνους για την οικονομική πολιτική, όπως και μια πιθανή παρερμηνεία των δεδομένων θα έκρυβαν πολλούς κινδύνους».

Στις αναμφίβολα θετικές εξελίξεις οι αναλυτές του ΙΟΒΕ αναφέρουν ότι για πρώτη φορά τόσο η κυβέρνηση όσο και η μείζονα αντιπολίτευση τοποθετούνται υπέρ της εφαρμογής του προγράμματος, κάτι που μειώνει σημαντικά το πολιτικό ρίσκο, «όπως αυτό γινόταν αντιληπτό τα τελευταία χρόνια και συνέτεινε στη βαθιά αβεβαιότητα και την απομάκρυνση των επενδύσεων».

Ηπιότερη ύφεση φέτος, αλλά …

Σε κάθε περίπτωση, τονίζεται στην έκθεση «από την προσδοκία για ανάπτυξη περί το 2% φέτος και μεγαλύτερη του χρόνου, πλέον πρέπει να αναμένουμε σημαντική ύφεση και στις δύο χρονιές. Η ύφεση πάντως προς την οποία έστεψαν την οικονομία τα γεγονότα των τελευταίων μηνών, έχει σχετικά περιορισμένο βάθος, αλλά και ίσως μεγαλύτερη έκταση σε χρόνο, διότι η διακοπή της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος δεν συνέβη ξαφνικά.»

» Αντίθετα είχε προβλεφθεί από πολλά νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που επί μήνες και σταδιακά απέσυραν τις αποταμιεύσεις τους και προσάρμοζαν τη συμπεριφορά τους στους επικείμενους κινδύνους. Σε ένα βαθμό λοιπόν, μέρος των εξελίξεων είχε προεξοφληθεί, και οι σχετικές εξελίξεις ήταν σχετικά ομαλές, δεδομένων των, κατά τα άλλα, ακραίων συνθηκών».

Οι αναλυτές προσθέτουν ότι «συνολικά αναμένουμε ότι θα υπάρξει σημαντικός υποβιβασμός του επιπέδου των επενδύσεων, που με τη σειρά του θα οδηγήσει σε ύφεση στο δεύτερο μισό της τρέχουσας χρονιάς και στο πρώτο μισό της επόμενης. Οι κεντρικές μακροοικονομικές προβλέψεις που περιέχονται στο πρόσφατο προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού, αποτελούν εφικτούς στόχους και κινούνται στο επίπεδο που περιγράφηκε κατά την προηγούμενη τριμηνιαία έκθεσής μας.»

» Μάλιστα, αν το πρόγραμμα εξελιχθεί χωρίς παρεκκλίσεις, και ειδικότερα αν διευθετηθεί έγκαιρα το τραπεζικό ζήτημα, τα πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα δείχνουν ότι μια χαμηλότερη ύφεση, κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, θα είναι πιθανή για το τρέχον έτος (ίσως με μετάθεση μέρους της ύφεσης προς το μέλλον).»

» Σε κάθε περίπτωση, η επαναλειτουργία και η σταδιακή ομαλοποίηση των τραπεζών αποτελεί απολύτως αναγκαία, αν και όχι από μόνη της ικανή συνθήκη, για την σταδιακή εμφάνιση σημαντικών επενδύσεων, και για αυτό το λόγο, θα πρέπει να προχωρήσει με επείγοντα και ξεκάθαρο τρόπο».

Με την πρόσφατη συμφωνία, τονίζει το ΙΟΒΕ «δόθηκε ένα τελευταίο περιθώριο προσαρμογής στην ελληνική οικονομία. Ουσιαστικά, υπάρχει χρήσιμος χρόνος μιας διετίας, όμως για να έχει προλάβει να εκφραστεί μέσα σε αυτό το διάστημα το θετικό αποτέλεσμα από τις απαραίτητες νέες επενδύσεις, θα πρέπει να έχουν γίνει οι κύριες σταθεροποιητικές κινήσεις ήδη μέσα στις επόμενες εβδομάδες ή έστω πολύ λίγους μήνες».

Οι σχετικές προτεραιότητες, εξηγούν οι αναλυτές, περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται στην ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τον σχετιζόμενο χειρισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το ασφαλιστικό σύστημα, όπως και την απλούστευση και σταθεροποίηση ενός φιλικού προς τις επενδύσεις και τις επιχειρήσεις φορολογικού και διοικητικού πλαισίου.

«Όσο μεγαλύτερη θα είναι η συναίνεση γύρω από πολιτικές με σαφές αναπτυξιακό πρόσημο, και η έμπρακτη στήριξή τους στην πορεία, τόσο μεγαλύτερη θα είναι και η σχετική τους αποτελεσματικότητα. Άλλωστε, αν κάτι πρέπει να έχει γίνει σαφές από την εξέλιξη της ελληνικής κρίσης τα τελευταία χρόνια, είναι ότι το βάθος της είναι τέτοιο που για να αναστραφεί δεν αρκούν επιμέρους κινήσεις τακτικής και πολιτικές. Απαιτείται, αντίθετα, μια δυναμική συνεννόησης για την άρση των βασικών στρεβλώσεων που, στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, υπονομεύουν τις μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας» τονίζουν.

Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ «η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 1,6% στο β’ τρίμηνο, ελαφρώς περισσότερο από ότι αναμενόταν, που διαμόρφωσε την αύξηση του ΑΕΠ στο σύνολο του περασμένου εξαμήνου στο 1,1%, θα μετριάσει την υποχώρησή του στο σύνολο του 2015».

Ως εκ τούτου, το ΙΟΒΕ εκτιμά ότι «η υποχώρηση του ΑΕΠ φέτος αναμένεται να διαμορφωθεί μεταξύ του 1,5% και 2%».

Για την ανεργία προβλέπει άνοδο στο γ’ τρίμηνο του 2015, η οποία θα συνεχιστεί και θα κλιμακωθεί στο τελευταίο τρίμηνό του.

Όπως επισημαίνει, όμως, λόγω της σημαντικής υποχώρησης της ανεργίας στο εξάμηνο Ιανουαρίου-Ιουνίου φέτος, αυτή θα διαμορφωθεί φέτος ελαφρώς χαμηλότερα από πέρυσι, στο 26% από 26,5%.

Το ΙΟΒΕ εκτιμά επίσης ότι παρά την εκδήλωση παραγόντων οι οποίοι ασκούν αυξητικές επιδράσεις στις τιμές, όπως οι υψηλότεροι έμμεσοι φόροι, η αποκλιμάκωση της ζήτησης φαίνεται ότι θα τις αντισταθμίσει σε σημαντικό βαθμό.

Έτσι, η υποχώρηση του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή έναντι της αντίστοιχης περιόδου θα συνεχιστεί, με τον αποπληθωρισμό να διαμορφώνεται στο 1,8% φέτος.

Το ΙΟΒΕ στην τριμηνιαία έκθεσή του για την οικονομία παρατηρεί νέα εκτεταμένη πτώση επενδύσεων στο -15% περίπου, λόγω της πολύ χαμηλής εμπιστοσύνης επενδυτών, της αναμονής αποτελεσμάτων τρέχουσας & επόμενης αξιολόγησης, της πολύ προσεκτικής πιστοδοτικής πολιτικής τραπεζών λόγω capital controls και των stress test και τις δυσχέρειες στις εισαγωγές πάγιου κεφαλαίου.

Όπως τόνισε ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, η πορεία των επενδύσεων θα διαφανεί τους επόμενους μήνες και θα έχει καθοριστικό ρόλο στην πορεία της ελληνικής οικονομίας.

Υπάρχει ανάγκη αλλά είναι και προϋπόθεση οι επενδύσεις να λειτουργήσουν ως «καύσιμο» για την επανεκκίνηση της οικονομίας, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Βέττας.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ