Νέα Υόρκη: Τουλάχιστον το ένα τρίτο των γυναικών υψηλού κίνδυνου για καρκίνο του μαστού καταναλώνουν τακτικά προϊόντα σόγιας, αλλά ίσως τελικά η πρακτική αυτή να μην είναι αποδοτική, σύμφωνα με αμερικανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Journal of the American Dietetic Association.

Ενώ τα οφέλη της σόγιας για την καρδιαγγειακή υγεία έχουν επιβεβαιωθεί επιστημονικά, δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις ότι τα προϊόντα σόγιας βελτιώνουν την υγεία των μαστών. Μάλιστα, υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία ότι η αυξημένη κατανάλωση σόγιας μπορεί τελικά να αυξάνει τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου του μαστού, ειδικά στις γυναίκες μη ασιατικής καταγωγής.

Ερευνητική ομάδα του Αντικαρκινικού Κέντρου Fox Chance με επικεφαλής την Δρ Καρολιν Φανγκ πήρε συνεντεύξεις από 452 γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού σχετικά με τη συχνότητα κατανάλωσης σόγιας και την αιτιολογία της.

Το 43% των γυναικών είχαν καταναλώσει τουλάχιστον ένα προϊόν σόγιας τον περασμένο μήνα, ενώ το 32% αυτοχαρακτηρίστηκε ως καταναλωτής σόγιας, δηλαδή έτρωγε 18 μερίδες σόγιας το μήνα κατά μέσο όρο, κυρίως μπιφτέκια λαχανικών, τυρί σόγιας, γάλα, πράσινα φασόλια σόγιας και καρύδια σόγιας.

Οι γυναίκες που αυτοχαρακτηρίστηκαν καταναλώτριες σόγιας ήταν περισσότερο μορφωμένες και είχαν περισσότερες πιθανότητες να τρώνε πέντε ή περισσότερες μερίδες φρούτων και λαχανικών ημερησίως. Ο πιο συχνός λόγος που αναφέρθηκε ήταν η υγιεινή διατροφή. Το 45% πίστευε ότι η σόγια μείωνε τον κίνδυνο εκδήλωσης καρκίνου.

Μεταξύ των γυναικών που δεν κατανάλωναν σόγια, το 7% το αιτιολόγησε λέγοντας ότι τα φυτοοιστρογόνα που εμπεριέχονται στη σόγια μπορεί να προάγουν τον καρκίνο του μαστού και επειδή ο θεράπων ιατρός τους, τις είχε συμβουλεύσει να μην καταναλώνουν σόγια για το λόγο αυτό.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι γυναίκες που πίστευαν ότι η σόγια έχει αντικαρκινικές ιδιότητες είχαν λιγότερες πιθανότητες να έχουν ενημερωθεί από κάποιον επαγγελματία υγείας εν συγκρίσει με τις γυναίκες που δεν κατανάλωναν σόγια λόγω πιθανού κινδύνου καρκινογένεσης.

Το συμπέρασμα είναι ότι δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις επί του θέματος και επομένως οι καταναλωτές θα πρέπει να επιδιώκουν την υπεύθυνη ενημέρωση από τους επαγγελματίες υγείας προκειμένου να εξαλειφθεί η σύγχυση που επικρατεί.

health.in.gr