36

Δεδομένα που μετέδωσαν οι δίδυμοι αμερικανο-γερμανικοί δορυφόροι Τομ και Τζέρι επέτρεψαν τη δημιουργία του ακριβέστερου μέχρι στιγμής χάρτη των βαρυτικών ανωμαλιών της Γης, προσφέροντας πολύτιμες πληροφορίες για τη μελέτη των ωκεανών και του κλίματος.

Το τρισδιάστατο μοντέλο απεικονίζει με κόκκινο χρώμα τις περιοχές του πλανήτη όπου η βαρύτητα είναι ελαφρώς ισχυρότερη και με μπλε τα σημεία όπου η βαρυτική έλξη εξασθενεί.

Οι τοπικές βαρυτικές ανωμαλίες οφείλονται στην κίνηση των πολικών πάγων, τα θαλάσσια ρεύματα και σε τοπικές μεταβολές στην πυκνότητα του γήινου φλοιού. Το όρος Έβερεστ, για παράδειγμα, απεικονίζεται στο χάρτη με έντονο κόκκινο χρώμα εξαιτίας της τεράστιας μάζας του, που συνεχίζει να αυξάνεται.

Αυτό όπως που ενδιαφέρει περισσότερο τους επιστήμονες είναι οι βαρυτικές ανωμαλίες στους ωκεανούς. «Η επιφάνεια των ωκεανών, παρόλο που φαίνεται επίπεδη, καλύπτεται στην πραγματικότητα με λόφους και κοιλάδες που οφείλονται σε ρεύματα, ανέμους και παλίρροιες, καθώς και από μεταβολές στο βαρυτικό πεδίο της Γης» εξηγεί στο BBC ο Δρ Λι-Λουένγκ Φου της NASA.

Τα νέα δεδομένα «θα μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε καλύτερα την κυκλοφορία στους ωκεανούς και πώς αυτή επηρεάζει το κλίμα» συνεχίζει.

Οι δίδυμοι δορυφόροι εκτοξεύτηκαν το Μάρτιο του 2002 στο πλαίσιο του προγράμματος Βαρυτικής Ανάκτησης και Περιβαλλοντικών Πειραμάτων (GRACE), μια συνεργασία της NASA και του Γερμανικού Κέντρου Ατμοσφαιρικής και Διαστημικής Πτήσης.

Καθώς οι δορυφόροι του GRACE μεταδίδουν νέα χαρτογραφικά δεδομένα κάθε 30 ημέρες, επιτρέπουν στους επιστήμονες να παρακολουθούν μεταβολές του γήινου βαρυτικού πεδίου.

Το 1998 παρατηρήθηκε η αποροσδόκητη αντιστροφή της συρρίκνωσης της περιφέρειας της Γης που συνεχιζόταν από την τελευταία Εποχή των Παγετώνων.

Το φαινόμενο αποδίδεται στο λιώσιμο των πολικών πάγων, που είχε ως αποτέλεσμα να μετακινηθούν προς τον ισημερινό τεράστιες μάζες νερού.

Ο Τομ και ο τζέρι κινούνται σε ύψος 500χλμ., στην ίδια τροχιά αλλά σε απόσταση 220χλμ. μεταξύ τους. Οι βαρυτικές ανωμαλίες προκαλούν μικρές αλλαγές στην ταχύτητα πρώτα του ενός και μετά και του δεύτερου δορυφόρου και έτσι μεταβάλλουν ελαφρώς τη μεταξύ τους απόσταση.

Η απόσταση αυτή μετράται με ακρίβεια μικρόμετρου (χιλιοστού του χιλιοστού) με αποστασιόμετρο μικροκυμάτων.

Οι δίδυμοι δορυφόροι συνέλεξαν σε 30 ημέρες περισσότερα δεδομένα από ό,τι είχαν αποκτηθεί με άλλες μελέτες τα προηγούμενα 30 χρόνια.

Newsroom ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ