Ο Μανόλης Ανδρόνικος, διαπρεπής αρχαιολόγος, πανεπιστημιακός και διανοούμενος, γεννήθηκε στην Προύσα της Μικρασίας στις 23 Οκτωβρίου 1919 και απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη στις 30 Μαρτίου 1992.

Σε πολύ μικρή ηλικία, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, ο Ανδρόνικος εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του (ο πατέρας του καταγόταν από τη Σάμο και η μητέρα του από την Ιμβρο) στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1936-1940), μαθητεύοντας κοντά στον καθηγητή Αρχαιολογίας Κωνσταντίνο Ρωμαίο, μορφή καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία του Ανδρόνικου.

Αναγορεύτηκε διδάκτορας της ίδιας σχολής το 1952, ενώ συμπλήρωσε τις σπουδές του περί τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μετεκπαιδευθείς στην Οξφόρδη, στο πλευρό του διάσημου βρετανού καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας και Τέχνης σερ John Beazley.

Το 1949 ο Ανδρόνικος διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων, αφού νωρίτερα είχε υπηρετήσει ως φιλόλογος στο Διδυμότειχο και στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια Σχινά, στη Θεσσαλονίκη. Παρέμεινε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία έως το 1957, όταν εξελέγη υφηγητής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Υπηρέτησε ως καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο πάνω από μία εικοσαετία.

Ο Ανδρόνικος πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες σε περιοχές της Μακεδονίας, αλλά το κύριο ανασκαφικό έργο του επικεντρώθηκε στη Βεργίνα της Ημαθίας, όπου έφερε στο φως τους περίφημους βασιλικούς τάφους (μεταξύ αυτών, τον ασύλητο τάφο του Φιλίππου Β’, βασιλιά των Μακεδόνων και πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου). Τα λαμπρά ευρήματα της Βεργίνας αφενός μεν εδραίωσαν την πεποίθηση ότι εκεί βρίσκονταν οι Αιγές, η πρώτη πόλη των Μακεδόνων και πρωτεύουσα του βασιλείου τους προ της Πέλλας, αφετέρου δε πρόσφεραν αδιάσειστα τεκμήρια για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Οι Αιγές είχαν μείνει επί αιώνες στην αφάνεια, μέχρι τη στιγμή κατά την οποία η σκαπάνη του Ανδρόνικου συνάντησε την ιστορία στη Μεγάλη Τούμπα των Αιγών, το Νοέμβριο του 1977.

Άνθρωπος ευγενής, με υψηλό ήθος, σπάνια καλλιέργεια και έμφυτη καλαισθησία, ο Ανδρόνικος υπήρξε πάνω απ’ όλα ένας μέγας δάσκαλος, εντός και εκτός των πανεπιστημιακών αιθουσών. Παράλληλα, ήταν μια προσωπικότητα πολυδιάστατη: ακάματος εργάτης του πνεύματος με ευρύτατο συγγραφικό έργο (μεταξύ πολλών άλλων, επιφυλλιδογράφος της εφημερίδας «Το Βήμα»), άριστος γνώστης της αρχαιότητας, της φιλολογίας και της ιστορίας, ιστορικός της τέχνης, κοινωνός των διεθνών πνευματικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων.

Κατά την Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, ο Μανόλης Ανδρόνικος ήταν αυτός που «με το μεγαλόπνοο έργο του έδωσε νέες πλατιές διαστάσεις στο αρχαίο ελληνικό κατόρθωμα και θεμελίωσε αναμφισβήτητα την οργανική συνέχεια του πανελλήνιου μέσα στην ακεραιότητα του ελληνικού χώρου. […] Ο Ανδρόνικος μπορούσε να υποτάξει το όνειρό του στην πραγματικότητα, την ιστορική, την εθνική και την επιστημονική. Σίγουρα, η Ιστορία θα κρατήσει το όνομά του συνδεδεμένο με τις Αιγές, όπως κράτησε τη μνήμη του Σλήμαν συνδεδεμένη με την Τροία και τις Μυκήνες».

Τιμώντας τη μνήμη του κορυφαίου αρχαιολόγου και διανοουμένου ένα χρόνο μετά το θάνατό του, στις 28 Μαρτίου 1993, ο εξέχων θεσσαλονικιός γλωσσολόγος Τάσος Χριστίδης (έφυγε από τη ζωή νεότατος το 2004, στα 58 του μόλις χρόνια), τότε αναπληρωτής καθηγητής Γλωσσολογίας στο ΑΠΘ, έγραφε στην εφημερίδα «Το Βήμα» (άρθρο υπό τον τίτλο «Ο δάσκαλος») τα εξής:

Η νοσταλγία για τους ανθρώπους μας που χάνονται γίνεται ακόμα πιο δυσβάστακτη όταν τίποτε στους ζωντανούς δεν μπορεί πια να μας ξαναθυμίσει κάποιες από τις χάρες τους.

Οι χάρες του Μανόλη Ανδρόνικου —αυτές που τον έκαναν δάσκαλο κι όχι διεκπεραιωτή ή μεταπράτη γνώσης— ήταν οι χάρες μιας μεγάλης εποχής που ξεκινά από το φωτισμένο «αστισμό» (κατά τη διατύπωση του Μ. Τριανταφυλλίδη) του εκπαιδευτικού δημοτικισμού και συνεχίζεται από τις μεγάλες μορφές της αριστερής διανόησης, Δελμούζος, Τριανταφυλλίδης —Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης— Γληνός, Θεοδωρίδης.

Το Μανόλη Ανδρόνικο τον γνώρισα στις αρχές της δεκαετίας του ’60, πρωτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής Σχολής. Δεν είχα ακόμα ακούσει μαθήματά του και ορισμένες από τις παραδόσεις άλλων τις οποίες είχα παρακολουθήσει με είχαν γεμίσει απογοήτευση. Αισθανόμουν ασφυξία και σκεφτόμουν να μεταγραφώ στη Νομική. Το έμαθε —μέσω ενός κοινού γνωστού— και με φώναξε στο γραφείο του. Με άκουσε και μου είπε μ’ εκείνη την αξέχαστη, ζεστή, νεανική μέχρι τέλους, φωνή του: «Η άκριτη αποδοχή και συμμόρφωση είναι θάνατος. Η αμφισβήτηση και η άρνηση είναι πηγή ζωής και ανθρωπιάς». Μετά έβγαλε και μου έδωσε να διαβάσω τα «Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή» του Ρίλκε. Έφυγα ανακουφισμένος. Αισθανόμουν ότι είχα ένα δάσκαλο που ήταν με το μέρος μου.


Αργότερα κατάλαβα ότι τα λόγια αυτά ήταν αντίλαλος εκείνης της μεγάλης εποχής για την οποία μίλησα παραπάνω — εποχή με την οποία είχε συναντηθεί, όχι ανώδυνα, η νιότη του Μ. Ανδρόνικου και στην οποία ίσως χρωστούσε τις εφεδρείες ανθρωπιάς και φρεσκάδας που τον συνόδεψαν ως το τέλος. Πολύ αργότερα κατάλαβα και ένιωσα —μέσα από τα γυρίσματα και της δικής μου ζωής— πόσο δύσκολα συνταιριάζεται ο αισθαντικός ανθρωπισμός του Ρίλκε με τον ανθρωπισμό της ζωογόνας άρνησης.

Στους μικρούς μας καιρούς όπου ο ψυχρός ακαδημαϊσμός και η υποβαθμισμένη, κατακερματισμένη γνώση που γεννά ρίχνει όλο και πιο βαριά τη σκιά του πάνω στην πνευματική ζωή, η τρυφερή φωνή του Μανόλη Ανδρόνικου, όπως αντηχούσε στα αμφιθέατρα της δεκαετίας του 1960, παλλόμενη από —εφηβική σχεδόν— αγωνία για σύνθεση, θυμίζει, σ’ όσους έχουν ανάγκη να θυμούνται, τις χάρες ενός αληθινού δασκάλου. Οι πρώτες γραμμές του πρώτου του βιβλίου (Ο Πλάτων και η τέχνη, 1951) ας ξαναζωντανέψουν αυτή τη χαμένη φωνή, σ’ ένα άκουσμα που φανερώνει το μυστικό της μελωδίας της: «Δεν ήταν ούτε η άσκοπη περιέργεια ούτε το πάθος της ιστοριοδιφικής ανατομίας πάνω στο κατατεμαχισμένο κορμί της κλασικής αρχαιότητας που με οδήγησε στη μελέτη αυτή. Ο κλασικός κόσμος, και ιδιαίτερα ο αρχαίος Ελληνικός, υψώνεται σε κάθε άνθρωπο, την κάθε εποχή, σαν ένα ολοζώντανο πρόβλημα. Για τη λύση του θα ξεκινήσει ο άνθρωπος από τα δικά του προβλήματα, που παλεύει να τ’ αγκαλιάσει, για να δώσει σ’ αυτά την απάντηση που επιταχτικά ζητά η ζωή μας. Ο κλασικός κόσμος μένει ακίνητος κι ανάλλαγος απέναντι στους ερευνητές. Αυτοί είναι που κινούνται κι αλλάζουν θέση και στάση απέναντί του, αντλώντας αδιάκοπα απ’ αυτόν, που μένει ανεξάντλητος σαν τη θάλασσα».

Η μελωδική φωνή μιας ευαίσθητης συνείδησης…