Ο Εμανουέλ Μακρόν έκανε το μοιραίο λάθος να πιστέψει ότι αυτός γνωρίζει τι χρειάζεται η κοινωνία καλύτερα από την ίδια.

Προσπάθησε να τη σώσει από τον ίδιο τον εαυτό της.

Να τη βάλει στο «σωστό» (δηλαδή νεοφιλελεύθερο…) δρόμο.

Και η κοινωνία αντέδρασε.

Όχι κάποιες «συντεχνίες», όπως θα έλεγαν κάποιοι εδώ, αλλά η κοινωνία στην πλειονότητά της.

Τα τρία τέταρτα των Γάλλων εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι κακή η «μεταρρύθμιση» του ασφαλιστικού.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά υπήρξαν ιδιαίτερα μαζικές και δυναμικές κινητοποιήσεις ακόμη και αφού πέρασε το νομοσχέδιο (με την επίκληση του άρθρου 49.3 του γαλλικού Συντάγματος), ακόμη και αφότου απορρίφθηκε η πρόταση δυσπιστίας σε βάρος του.

Δηλαδή, έχουμε μια ευρωπαϊκή χώρα που «φλέγεται» για «ψηφισμένο» νόμο.

Με τους πολίτες της να θυμίζουν ότι δημοκρατία δεν είναι – σε τελική ανάλυση – το καθεστώς όπου αυτός που κέρδισε τις εκλογές κάνει ό,τι θέλει, αλλά η συνθήκη όπου η πραγματική βούληση του λαού γίνεται σεβαστή.

Φαινομενικά ο Μακρόν έχει όλο τον χρόνο μπροστά του, με την έννοια να αποφύγει τον κίνδυνο να υποχρεωθεί να παραιτηθεί. Επόμενες εκλογές το 2027, οπότε δεν μπορεί να διεκδικήσει τρίτη συνεχόμενη θητεία. Και φαντάζομαι ότι θα υπάρχουν διάφοροι «επικοινωνιολόγοι» που θα του λένε ότι έχει χρόνο «να αλλάξει την ατζέντα», και είτε να διεκδικήσει ανώτατο αξίωμα στην Κομισιόν ή σε άλλον διεθνή Οργανισμό, είτε ακόμη και να επιστρέψει το 2032 ζητώντας εκ νέου την ψήφο των Γάλλων για την προεδρία.

Ο Μακρόν όμως -είτε το συνειδητοποιεί, είτε όχι- στην πραγματικότητα είναι τελειωμένος πολιτικά.

Έχει χάσει την ουσιαστική νομιμοποίηση.

Έχει την κοινωνία απέναντι.

Δύσκολα θα μπορέσει να αποκαταστήσει δεσμούς μετά από ένα τόσο βαθύ κοινωνικό ρήγμα.

Ιδίως όταν κατέφυγε τόσο πολύ στην αστυνομική βία και τον αυταρχισμό.

Μόνο που το θέμα αυτό δεν αφορά απλώς -ούτε καν κυρίως πλέον – τον Μακρόν.

Αφορά κάθε πολιτικό που κάνει το λάθος να πιστεύει ότι η απουσία μεγάλων αντιδράσεων σημαίνει αποδοχή ή που στηρίζεται απλώς και μόνο σε γκάλοπ, που δεν μπορούν να καταγράψουν βαθύτερες δυναμικές και διεργασίες και καταλήγουν να διαψεύδονται και πιστεύει ότι οι κοινωνίες θέλουν «αφηγήματα».

Αφορά κάθε πολιτικό πριγκιπόπουλο που πιστεύει ότι η λαϊκή εντολή ισοδυναμεί με στέμμα – και εξουσία… – Λουδοβίκου.

Γιατί τέτοιοι πολιτικοί δεν αντιλαμβάνονται ότι έσπερναν ανέμους για να θερίσουν τελικά θύελλες οργής και πώς η «κανονικότητα» που πίστευαν ότι εκπροσωπούσαν ήταν πολύ πιο επίπλαστη από όσο αντιλαμβάνονταν.

Ή το αντιλαμβάνονται μόνο τη στιγμή που βλέπουν μπροστά τους την επερχόμενη πολιτική συντριβή.