Στην κορυφή της Πολυτεχνειούπολης Ζωγράφου, αντικριστά από το δάσος, στέκει κάπως σαν στοιχειωμένος πύργος το δεκαώροφο κτίριο που στεγάζει από το 1975 τις παλιές φοιτητικές εστίες. Περίπου δέκα μέρες από την επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. σε δωμάτια του συγκροτήματος, τα οποία κακοποιοί χρησιμοποιούσαν ως καταφύγια και ορμητήρια για τις παράνομες πράξεις τους, η ζωή μοιάζει να έχει επανέλθει σε ρυθμούς φοιτητικούς. Μια παρέα από «εστιακούς» ανεβαίνει τα σκαλιά προς την είσοδο του κτιρίου ανταλλάσσοντας πειράγματα. Λίγα μέτρα πιο πέρα, παρέες συζητούν στη βεράντα του φοιτητικού καφέ, ενώ σε ένα τραπέζι στην άκρη, ένα κορίτσι έχει πέσει με τα μούτρα στο διάβασμα. Τη λένε Μαίρη, είναι 22 χρονών, φοιτήτρια Πολυτεχνείου και διαβάζει πυρετωδώς γιατί τον Γενάρη ίσως καταφέρει να πάρει πτυχίο.
«Εδώ είναι μια περίεργη περιοχή, είναι ένα μεγάλο πάρκο όπου μπορεί να μπει οποιοσδήποτε. Οπως παντού, υπάρχουν περίεργες παρέες. Εγώ δεν νιώθω κίνδυνο, αλλά ξέρω άτομα που δεν θέλουν να κυκλοφορούν μόνα τους το βράδυ. Αν είσαι σε ένα δάσος τη νύχτα είναι τρομακτικό, ειδικά αν δεν υπάρχει καλός φωτισμός. Εχω ακούσει ότι υπάρχει κάποιος με ποδήλατο που παίρνει από πίσω κορίτσια. Υπάρχει φύλαξη στις πύλες, αλλά ο φύλακας δεν μπορεί να πάει παντού. Και το βανάκι για τις περιπολίες είναι μόνο ένα. Συχνά οι φύλακες μας προειδοποιούν, «παιδιά, προσέχετε πού πηγαίνετε το βράδυ»», λέει η Μαίρη που δέχεται ευχάριστα να κάνει ένα διάλειμμα για να μιλήσει στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο». Οπως εξηγεί, θα ήθελε να ενισχυθεί η υπάρχουσα δομή ασφάλειας με την οποία τα παιδιά έχουν άμεση επικοινωνία όλο το 24ωρο. «Αν όμως η πανεπιστημιακή αστυνομία στοχεύει στην ασφάλεια των φοιτητών και όχι σε κάτι άλλο, δεν έχω πρόβλημα» αναφέρει όταν η συζήτηση πηγαίνει στο αίσθημα ασφάλειας, μετά τα όσα συνέβησαν.

Καταληψίες

Αν εξαιρέσει κανείς ότι έχει χαλάσει ο λέβητας και κάνει μπάνιο με κρύο νερό και ότι το φαγητό της εστίας την πειράζει στο στομάχι, η Μαίρη ξέρει ότι είναι από τους τυχερούς καθώς έχει δωμάτιο στις νέες εστίες, χωρίς συγκάτοικο, με μπάνιο δικό της. Τα όσα διαδραματίστηκαν στις παλιές εστίες – που, όπως λέει, έχουν κοινόχρηστα μπάνια και είναι άσχημες και παρατημένες – το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου, εκείνη τα έμαθε αργότερα. «Δεν είχαμε ακούσει κάτι για τους συγκεκριμένους, το ότι υπήρχαν καταληψίες το γνωρίζαμε. Και τα παιδιά που μένουν εκεί πιστεύω δεν ήξεραν. Προφανώς τους είχαν προειδοποιήσει οι παλιότεροι «εστιακοί» ότι «εκεί αποφεύγουμε». Μέχρι να μάθουμε, κυκλοφορούσαν πολλά σενάρια. Εδώ επικρατεί η λογική «αν δεν με ενοχλήσεις, δεν θα σε ενοχλήσω». Είμαστε κάπως σαν γείτονες. Aν υπάρχει παραβατική συμπεριφορά που φέρνει σε κίνδυνο τη ζωή του γείτονα κι ενοχλεί την όλη συνύπαρξη, είναι σαν βόμβα που περιμένεις να εκραγεί. Ομως, αν γίνονται επιχειρήσεις απλά για να γίνουν, εγώ δεν είμαι υπέρ» ξεκαθαρίζει η 22χρονη και προσθέτει: «Σε ένα πάρτι στην ταράτσα των παλιών εστιών δεν ένιωσα ότι υπάρχει κάτι επικίνδυνο. Ή δεν υπήρχαν οι συγκεκριμένοι ή κρύβονταν πολύ καλά. Σίγουρα πρέπει ο χώρος να είναι πιο ασφαλής για τα παιδιά που μένουν μέσα. Γιατί αν γίνει ξανά αντίστοιχη επιχείρηση, μπορεί ένας φοιτητής, όπως εγώ, να τη φάει ξώφαλτσα. Αυτό είναι το πιο τρομακτικό και η μεγαλύτερη ανασφάλεια στην όλη υπόθεση».

Οπως ήταν φυσικό, μετά τα γεγονότα, οι γονείς από την αγωνία τους «έσπασαν» τα τηλέφωνα. «Υπήρξε μια ανησυχία», παραδέχεται η Μαίρη, «αλλά κι εμείς δεν μπορούμε να κλειδαμπαρωθούμε. Εννοείται ότι λαμβάνουμε μέτρα προστασίας. Ας πούμε, δεν κυκλοφορούμε μόνοι μας, δεν ακούμε μουσική στα ακουστικά κι αν δούμε κάποιον άγνωστο πάμε στην αντίθετη κατεύθυνση. Ασχετα από το πρόσφατο περιστατικό, πρέπει να είσαι πάντα προετοιμασμένος».