Ητάση δεν πέρασε απαρατήρητη από τη Wall Street Journal. Τα ελληνικά και τα ιταλικά ομόλογα ακολουθούν αντίστροφη πορεία. Τα ιταλικά ανεβαίνουν. Τα ελληνικά πέφτουν. Στο 3,33% χθες το ιταλικό 10ετές. Στο 2,96% το αντίστοιχο ελληνικό. Το φάρμακο και για τα δύο είναι το νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων, από πλευράς της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, χωρών που αγωνίζονται να εξυπηρετήσουν τα χρέη τους και αντιμετωπίζουν υψηλές διαφορές επιτοκίων με τις χώρες του πυρήνα. Η μία χώρα (η ελληνική) αντιδρά στη «θεραπεία». Η άλλη (η ιταλική) δείχνει να επιδεινώνεται η κατάστασή της. Απόδειξη ότι δεν αρκεί το φάρμακο για να προλάβουμε την εξέλιξη μιας νόσου, αλλά πρέπει να αντιδράσει και ο ασθενής.

Η εξέλιξη δεν είναι τυχαία. Μετρημένα κουκιά. Οι επενδυτές αγοράζουν ελληνικούς τίτλους γιατί πιστεύουν ότι αξίζει η σχέση ρίσκου – απόδοσης, από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν κινδυνεύει επί του παρόντος με πολιτική αναταραχή και το οικονομικό της επιτελείο στηρίζει μεν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, αλλά όχι σε βαθμό που θα βλάψει βραχυπρόθεσμα την οικονομία και τους στόχους που έχουν τεθεί. Και ας μην έχει εδώ και πάνω από δεκαετία την επενδυτική βαθμίδα.

Αντίθετα στην Ιταλία, που την έχει, τα προβλήματα περισσεύουν. Δεν μπορούν να συμφωνήσουν ούτε καν πού θα πρέπει να δημιουργηθεί μια μονάδα καύσης απορριμμάτων, προκειμένου να ξεκινήσουν οι εκταμιεύσεις των δεκάδων δισεκατομμυρίων του Ιταλικού Ταμείου Ανάκαμψης.

Με όλα αυτά να συμβαίνουν, δεν προκαλεί έκπληξη η πρόβλεψη της Goldman Sachs για περαιτέρω τριγμούς στην πορεία των ιταλικών ομολόγων και κυρίως η αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου. Τιμολογούν επί της ουσίας την αυξανόμενη πολιτική αβεβαιότητα και την πιθανή απώλεια της διατήρησης μιας σφιχτής οικονομικής πολιτικής. Για όσους δεν θυμούνται, η Ιταλία βρίσκεται στις σχέσεις της με τις αγορές, αν όχι στην ελληνική άνοιξη του 2010, σίγουρα στα επίπεδα λίγο πριν από τις ελληνικές εκλογές του 2012, όπου όλα ήταν ρευστά και η χώρα ήταν αντιμέτωπη με την καταστροφή.

Μοναδική σανίδα σωτηρίας της παραμένουν για την ώρα η Ευρωτράπεζα, η Κριστίν Λαγκάρντ και κυρίως η εξειδίκευση των μέτρων που εξήγγειλε στην τελευταία συνεδρίαση. Για κάποιους ωστόσο η ΕΚΤ έκανε το καθήκον της. Πλέον δεν αρκεί ένας τεχνοκράτης για να λύσει τα ιταλικά προβλήματα. Αυτή είναι δουλειά για εκλεγμένους πολιτικούς.

Για την ακρίβεια χρειάζεται να βγει ο εκπρόσωπος ενός ευρωπαϊκού θεσμού να εγγυηθεί ότι «θα γίνει ό,τι χρειαστεί» προκειμένου να σωθεί η τρίτη οικονομία της ευρωζώνης. Αυτή η δήλωση ακόμα δεν έχει γίνει. Και όσο δεν είναι σε θέση κάποιος να τη δώσει, το πρόβλημα θα μεγαλώνει, απειλώντας με μια ακόμα καταιγίδα διαρκείας το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.

Αναλόγως της έντασής της – της καταιγίδας – είναι βέβαιο ότι θα πληγούμε και εμείς, στο ποσοστό που θα επηρεαστούν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες. Απλά είναι παρήγορο για την ώρα ότι η ελληνική οικονομία δείχνει να διαφοροποιείται προς το καλύτερο, αποφεύγοντας με «μαεστρία» την ταύτιση με την τοξική ιταλική οικονομία.