Αιώνες επί αιώνων η Ουκρανία αποτελούσε ένα σκηνικό πολέμου. Από την εποχή των μογγολικών φυλών έως τους ναπολεόντειους πολέμους και την Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα του Χίτλερ, οι σιτοβολώνες του Κιέβου άνθιζαν μέσα στις φλόγες και σε λουτρά αίματος. Η εισβολή που διέταξε ο Πούτιν θα μπορούσε να αποτελεί έναν ακόμη κρίκο σε μια αλυσίδα ολέθρου μέσα στον χρόνο, εάν δεν αποτελούσε όντως μια αλλαγή σελίδας στο μεγάλο γεωπολιτικό παιχνίδι. Στην Ουκρανία, ακόμη και με την απειλή ενός πυρηνικού πολέμου, η Μόσχα δεν επιδιώκει να δημιουργήσει μόνον ένα μαξιλάρι ασφαλείας, κρατώντας τους Δυτικούς μακριά από τα σύνορά της. Επιχειρεί να κλείσει τους λογαριασμούς που άνοιξαν το 1990 και να επανέλθει στο διεθνές στερέωμα ως υπερδύναμη. Με τους Ουκρανούς στην πρώτη ζώνη πυρός, το Κρεμλίνο στοχεύει να διαμορφώσει νέες ισορροπίες στον παγκόσμιο χάρτη.

Πρόκειται για ανάγνωση που κάνουν σε όλα τα κέντρα εξουσίας της Αθήνας. Τόσο στο Μαξίμου όσο και στην Κουμουνδούρου, αλλά και στη Χαριλάου Τρικούπη, αντιλαμβάνονται ότι η απόφαση του Πούτιν ξεπερνά τα ουκρανικά σύνορα και τα όρια μιας περιφερειακής διαμάχης. Την ίδια εκτίμηση κάνουν στην πραγματικότητα και στον Περισσό, έστω κι αν αποδίδουν τις εξελίξεις σε έναν νέο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και προσπαθούν ακόμη να κρατήσουν ζωντανή μια «σχέση στοργής» με τη Μόσχα. Υπό αυτή την έννοια, στον άξονα κυβέρνησης – αντιπολίτευσης η ανησυχία για τις διαστάσεις που μπορεί να λάβει ο πόλεμος της Ουκρανία είναι κοινή. Οταν μπαίνουν σε τροχιά οι πύραυλοι, κανείς σχεδιασμός δεν τηρείται κατά γράμμα.

Αν και το βάρος των αποφάσεων πέφτει στους ώμους της, τα διλήμματα της κυβέρνησης, ως προς τη διαχείριση της κατάστασης, δείχνουν λιγότερα. Μία χώρα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας και της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν έχει άλλο δρόμο, παρά να ακολουθήσει τις αποφάσεις συμμάχων και εταίρων. Κάθε άλλη κίνηση μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση εάν είσαι μέλος της οικογένειας. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου θα επιδιώξουν να εκμεταλλευθούν κάθε φάλτσο. Το ζητούμενο, όπως το περιγράφει χωρίς περιστροφές και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, είναι να παραμείνεις μέχρι τέλους στη σωστή πλευρά της Ιστορίας.

Αν έχει αναδειχθεί ένας κοινός τόπος με την Κουμουνδούρου, είναι ακριβώς αυτός. Εστω κι αν καταγράφεται η ανάγκη μιας αντιπολιτευτικής γραμμής δίπλα στις παρεμβάσεις, ο Αλέξης Τσίπρας έχει αφήσει στην άκρη κάθε αντι-νατοϊκή ρητορική, πολύ περισσότερο μια προσέγγιση των πραγμάτων που θα τον διαφοροποιούσε από την ευρωπαϊκή κατεύθυνση. Ακόμη και η αποστολή αμυντικού υλικού στην Ουκρανία θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή, εφόσον ακολουθεί μια κεντρική απόφαση των Βρυξελλών. Τα υπόλοιπα, για τον εάν η άμυνα είναι αυτοσκοπός, εάν η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες ή εάν ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής, είναι τροφή για εσωτερική κατανάλωση και για να αποκρουστεί μια αριστερίστικη πίεση περί ομογενοποίησης. Ακόμη και οι συστάσεις στην κυβέρνηση να αναζητήσει πρωτοβουλίες που θα την εμφάνιζαν με έναν πιο ενεργό ρόλο μεσολαβητή στην πολεμική σύγκρουση, υπηρετούν την ανάγκη μιας αντιπολιτευτικής τακτικής. Τουλάχιστον η κυβέρνηση να είναι υπόλογη για αδράνεια – ότι δεν έκανε κάτι παραπάνω από όσα θα μπορούσε να κάνει.

Ωστόσο, ο Τσίπρας αντιλαμβάνεται ότι στη βασική κατεύθυνση ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση έχει περιθώριο ελιγμών. Ο επιθετικός πόλεμος του Πούτιν δεν μπορεί πουθενά να βρει στηρίγματα και, σε αντίθεση με όσα είχαν συμβεί το 1999 με τη νατοϊκή επέμβαση στη Σερβία, δεν προσφέρεται για κινητοποιήσεις συμπαράστασης και «λαϊκά δικαστήρια» στο Σύνταγμα. Το πράσινο φως του Τσίπρα δε, για ανοικτούς διαύλους της Αθήνας με την Αγκυρα μέσα σε αυτή τη συγκυρία, ακόμη και για έναν διάλογο κορυφής, είναι η συνεισφορά του στη διαμόρφωση μιας νέας εθνικής ατζέντας. Η ανησυχία στην Κουμουνδούρου ότι ο πόλεμος συντηρητικοποιεί την κοινωνία και δίνει εκ νέου ζωτικό χώρο στον Μητσοτάκη δεν δείχνει προσώρας να καθορίζει τις κεντρικές αποφάσεις της. Στη βάση αυτή, ο Πούτιν μπορεί να αποδειχθεί ότι συνέβαλε και στην ενηλικίωσή της…