Το εγχείρημα της συλλογής πληροφοριών σχετικά με τον υλικό πολιτισμό των Ινδοευρωπαίων μέσω του ινδοευρωπαϊκού λεξιλογίου εμπεριέχει αρκετούς κινδύνους και περιορισμούς, γι’ αυτό και οι ερευνητές οφείλουν να είναι επιφυλακτικοί όσον αφορά την εξαγωγή των πορισμάτων τους.

Κατ’ αρχάς, δεν είναι εφικτό να γνωρίζουμε μετά βεβαιότητας την υπόσταση, το πραγματικό σημασιολογικό περιεχόμενο ενός λεξιλογικού στοιχείου μέσα στον πολιτισμό εκείνων που ομιλούν τη γλώσσα στην οποία απαντά το εν λόγω στοιχείο.

Παραδείγματος χάριν, αν και είμαστε σε θέση να προβούμε στην αποκατάσταση της λέξης για την έννοια «άροτρο», δε γνωρίζουμε εάν η λέξη αυτή σημαίνει ότι οι Ινδοευρωπαίοι εκτελούσαν όντως γεωργικές εργασίες ή ότι χρησιμοποιούσαν απλώς το συγκεκριμένο όρο για να περιγράψουν την αγροτική δραστηριότητα που ασκούσαν κοινότητες με τις οποίες είχαν έλθει σε επαφή.

Αντίστοιχη περίπτωση στην εποχή μας αποτελούν οι Τσιγγάνοι (Ρομ), που έχουν στη γλώσσα τους λέξη για την έννοια «άροτρο», μολονότι είναι ως γνωστόν ένας λαός νομαδικός και όχι αγροτικός.

Κατά δεύτερον, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες όπου κάποιες λέξεις μεταβάλλονται από νοηματικής απόψεως ή και εξαφανίζονται στο διάβα του χρόνου. Τέτοιου είδους αλλαγές και απώλειες, που παρατηρούνται σε πολλές γλώσσες, ενδέχεται να οδηγήσουν σε εσφαλμένα συμπεράσματα.

Λόγου χάριν, θα μπορούσαμε κάλλιστα να θεωρήσουμε ότι οι Ινδοευρωπαίοι δε γνώριζαν το γάλα εξαιτίας του ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να αποκαταστήσουμε ένα συγκεκριμένο λεξιλογικό στοιχείο της ινδοευρωπαϊκής για την έννοια «γάλα». Πράγματι, ο ελληνικός όρος γάλα μπορεί να συνδεθεί τρόπον τινά μόνο με τον λατινικό lac.

Όμως, αρκετές από τις υπόλοιπες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες, αν και διαφοροποιούνται από την ελληνική όσον αφορά τον υπό εξέταση όρο, εμφανίζουν κοινούς συγγενικούς όρους για τις έννοιες «βούτυρο» και «τυρί», καθώς και μια ρηματική ρίζα για την έννοια «αρμέγω».

Η ελληνική γλώσσα στο διάβα του χρόνου – Ο υλικός και πνευματικός πολιτισμός των Ινδοευρωπαίων (Μέρος Α’)