Και τούτο, διότι το ελληνικό κοσμοείδωλο, παρά τον εμπλουτισμό και τις μεταβολές που είχε υποστεί από τους Αρχαϊκούς Χρόνους και μετά, παρέμενε έως την ακμή των Κλασικών Χρόνων κατ’ ουσίαν αδιάσπαστο, στέρεο. Τα πράγματα εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη θέση που είχαν ορίσει γι’ αυτά οι πατεράδες και οι παππούδες, ενώ οι θεοί, τοπικής ή ευρύτερης εμβέλειας, συνέχιζαν να αποτελούν κυρίαρχες μορφές στο βίο των ανθρώπων.

Προπάντων στην Αττική, ακόμη και στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αιώνα π.Χ., τα κηρύγματα ενός Ξενοφάνη ή ενός Ηράκλειτου για τους θεούς περνούσαν σχεδόν απαρατήρητα. Η πίστη στην παράδοση αποτελούσε το γερό θεμέλιο πάνω στο οποίο ήταν βασισμένη η τάξη της ζωής, η τάξη της πόλης. Το δίκαιο, η οικογένεια, η αγωγή των παιδιών, η συναναστροφή με συμπολίτες και ξένους βρίσκονταν ακόμα υπό τη σκέπη των θεών. Οι πολίτες, οι ελεύθεροι κάτοικοι της πόλης, παρά τις όποιες πολιτικές αντιπαραθέσεις τους, παρέμεναν κατά βάθος ενωμένοι, καθώς η γνώση και η μόρφωση δεν είχαν ακόμα μετατραπεί σε διαχωριστική γραμμή, δεν είχαν ακόμα ανοίξει ένα βαθύ χάσμα στους κόλπους της αθηναϊκής κοινωνίας.

Η σοφιστική τόλμησε, λοιπόν, να αντιπαρατεθεί στις προαναφερθείσες δυνάμεις, στα παραδεδομένα και νενομισμένα. Και όπως συμβαίνει κατά κανόνα σε τέτοιου είδους περιστάσεις, υπήρξαν σφοδροί πολέμιοι αλλά και ένθερμοι υποστηρικτές της κίνησης αυτής. Οι μεν θεώρησαν τη σοφιστική ως αρχή της διάλυσης του ελληνισμού και ως ολέθρια υπονόμευση των θεμελίων της ανθρώπινης ύπαρξης, οι δε ως τολμηρή απόπειρα διαφυγής του ανθρώπινου πνεύματος από το τέλμα της παράδοσης και ως έγερση των εφησυχασμένων συνειδήσεων.

Η σοφιστική – Οι ρίζες, οι απαρχές, τα εμπόδια (Μέρος Α’)