Η αντιπληθωριστική πολιτική έχει στην Ευρώπη μια διάσταση που υπερβαίνει την απλή οικονομική πολιτική και αποκτά ιδεολογικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στη Γερμανία όπου με κάθε τρόπο αποφυγή του υψηλού πληθωρισμού αποτέλεσε ένα πραγματικό άρθρο πίστης. Σε αυτό συντελούσαν και οι οδυνηρές αναμνήσεις από τον υπερπληθωρισμό σε ορισμένες φάσεις της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που διαμόρφωναν ένα ιδιότυπο «ποτέ ξανά».

Μικρή σημασία είχε ότι οι περισσότερες περιπτώσεις υπερπληθωρισμού στην ιστορία (π.χ. ο αντίστοιχος στην κατοχική Ελλάδα) δεν έχουν τόσο να κάνουν με την οικονομική πολιτική, όσο με το γεγονός ότι καταρρέει η ικανότητα του κράτους να εγγυηθεί το νόμισα  και την αξία του. Το βασικό ήταν να μην υπάρξει ξανά πληθωρισμός.

Αυτό έγινε ακόμη πιο έντονο με τον ερχομό του ευρώ. Εξαρχής θεωρήθηκε ότι για να μπορέσει να υπάρξει η νομισματική ένωση χρειαζόταν να μην υπάρχουν αποκλίσεις μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης ως προς τον πληθωρισμό.

Όλα αυτά αποτυπώθηκαν και στη στρατηγική της ΕΚΤ. Σε αντίθεση με τη FED που έχει μια διπλή «εντολή», να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και να εξασφαλίσει κατά το δυνατό πλήρη απασχόληση, η ΕΚΤ είχε εξαρχής βασικό στόχο τη σταθερότητα των τιμών, χωρίς ανάλογο ενδιαφέρον για την ανάπτυξη ή την απασχόληση.

Η σταδιακή αλλαγή κατεύθυνσης

Στην περίοδο της κρίσης του ευρώ, στις αρχές δηλαδή της δεκαετίας του 2010, φάνηκαν τα πρώτα σημάδια αλλαγής προσανατολισμού. Και αυτό γιατί ο κατεξοχήν αντιπληθωριστικός προσανατολισμός της ΕΚΤ σήμαινε ότι δεν μπορούσαν εύκολα να προωθηθούν παραλλαγές «ποσοτικής χαλάρωσης» γιατί μέτρα αύξησης της διαθέσιμης ρευστότητας έρχονταν σε αντίθεση με μια αντίληψη ότι δουλειά της κεντρικής τράπεζας είναι να συγκρατεί τη ρευστότητα για να μην μετατραπεί σε πληθωριστική πίεση. Αντίθετα, το ‘whatever it takes’ του Ντράγκι σηματοδοτούσε την επιλογή να αποφευχθεί ο κίνδυνος της ύφεσης, έστω και εάν τα μέτρα πάρθηκαν με σχετική καθυστέρηση και όχι στην κλίμακα που είχαν πάρει ανάλογα μέτρα οι ΗΠΑ.

Η συγκυρία της μεγάλης ύφεσης που έφεραν τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία ιδίως το πρώτο εξάμηνο του 202ο και από τα οποία ακόμη δεν έχει πλήρως ανακάμψει η ευρωπαϊκή οικονομία, έφερε όλους τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, άρα και την ΕΚΤ, αντιμέτωπους με το ερώτημα της λήψης μέτρων που να διαμορφώνουν όρους ανάκαμψης της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Ούτως ή άλλως, η άφιξη της Κριστίν Λαγκάρντ στην ηγεσία της ΕΚΤ ως έναν βαθμό δεν παρουσιάστηκε μόνο ως αποτέλεσμα των περίπλοκων συμβιβασμών και ισορροπιών που συνοδεύουν πάντα την πλήρωση των κορυφαίων θέσεων των ευρωπαϊκών θεσμών, αλλά και ως εξασφάλιση ότι θα συνεχιζόταν η πολιτική Ντράγκι, κάτι που αποτυπώθηκε και στο γεγονός ότι η ΕΚΤ με την έναρξη της πανδημίας συνέχισε την πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης».

Ωστόσο, υπήρχε ένα ανοιχτό ζήτημα που αφορούσε τον ίδιο τον τρόπο που η ΕΚΤ αντιμετώπιζε τον στόχο του πληθωρισμού. Μέχρι τώρα ο στόχος ήταν να τον διατηρεί σε ένα όριο κοντά στο 2% αλλά χωρίς ποτέ να τον ξεπερνά. Τώρα για πρώτη φορά αποδέχεται ότι ο στόχος μπορεί να είναι το 2% ως μεσοσταθμικό μεσοπρόθεσμο σημείο αναφοράς, δηλαδή να είναι ανεκτό για συγκεκριμένες περιόδους να ξεπερνά το 2%.

Η αναθεωρημένη στρατηγική για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ

Στις 8 Ιουλίου ανακοινώθηκε η αναθεωρημένη στρατηγική για τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, η πρώτη αναθεώρηση από το 2003. Είχε προηγηθεί τριήμερη συνάντηση των ευρωπαίων κεντρικών τραπεζιτών λίγο έξω από την Φρανκφούρτη τον Ιούνιο. Στο δεύτερο σημείο κάνει σαφές ότι πρωταρχικός στόχος παραμένει η σταθερότητα στις τιμές, όμως ταυτόχρονα οι στοχεύσεις της αφορούν το σύνολο των επιδιώξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή η ισορροπημένη οικονομική ανάπτυξη, μια υψηλά ανταγωνιστική κοινωνική οικονομία της αγορά που να στοχεύει στην πλήρη απασχόληση και την κοινωνική πρόοδο, και ένα υψηλό επίπεδο προστασίας και βελτίωσης της ποιότητας του περιβάλλοντος.

Παράλληλα, η ΕΚΤ προανήγγειλε και μια διαδικασία αναθεώρησης και του υπολογισμού του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή, που είναι ο δείκτης που χρησιμοποιούμε για να μετρήσουμε τον πληθωρισμό.  Σε αυτή την αναθεώρηση θα συμπεριληφθούν και τα κόστη που αφορούν την ιδιοκατοίκηση, κάτι που η ηγεσία τα ΕΚΤ υποστήριξε ότι είναι και αίτημα των πολιτών, και θα είναι μια διαδικασία που θα πάρει χρόνια, όμως μέχρι τότε η ΕΚΤ θα συνυπολογίζει στους συμπληρωματικούς δείκτες πληθωρισμού της.

Την ίδια στιγμή η αναθεωρημένη στρατηγική παραδέχεται ότι είναι σημαντικό να αποφεύγεται ο αποπληθωρισμός και επομένως πρέπει πάντα να εξασφαλίζεται ότι είναι πάνω από μηδέν γιατί μόνο έτσι εξασφαλίζεται το περιθώριο μείωσης των επιτοκίων σε περιπτώσεις που η οικονομία βρίσκεται σε καθοδική πορεία. Και αυτό σημαίνει πάντα να υπάρχει ένα περιθώριο πληθωρισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο πλέον  η ΕΚΤ «θεωρεί ότι η σταθερότητα των τιμών διατηρείται με τη στόχευση για  μεσοπρόθεσμο πληθωρισμό 2%». Διευκρινίζει μάλιστα ότι ο στόχος αυτός είναι «συμμετρικός», δηλαδή θα μπορούν να υπάρχουν αποκλίσεις και αρνητικές (προς τα κάτω) και θετικές (προς τα πάνω). Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται σαφές ότι όταν η οικονομία βρίσκεται σε καθοδική πορεία  θα λαμβάνονται μέτρα νομισματικής πολιτικής για να αποφεύγεται ο κίνδυνος να παγιωθεί η αρνητική δυναμική, ακόμη και εάν αυτό σημαίνει μια «μεταβατική περίοδο στην οποία ο πληθωρισμός θα είναι μετριοπαθώς πάνω από τον στόχο». Γι’ αυτό τον λόγο και γίνεται σαφές ότι η ΕΚΤ θα συνεχίζει να παρεμβαίνει όποτε το κρίνει αναγκαίο η διοίκησή της με εργαλεία που πέραν των βασικών επιτοκίων που καθορίζει, περιλαμβάνουν την εμπροσθοβαρή καθοδήγηση, τις αγορές στοιχείων ενεργητικών και τα προγράμματα αναχρηματοδότησης.

Καθόλου τυχαία η αναθεωρημένη στρατηγική επιμένει ότι η ΕΚΤ θα στηρίζεται για τις αποφάσεις τόσο στην οικονομική ανάλυση όσο και στη νομισματική και χρηματοοικονομική ανάλυση, με τρόπο που να ενσωματώνει τις αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα στα δύο είδη ανάλυσης.

Παράλληλα, σε μια άλλη κίνηση που αποτελεί σχετική τομή συγκριτικά με το παρελθόν, η ΕΚΤ δηλώνει ότι στρατεύεται και αυτή στην υπόθεση της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, θεωρώντας την «μια υπαρξιακή πρόκληση για τον κόσμο». Το τελευταίο σημείο έχει μεγάλη σημασία γιατί σημαίνει ότι για πρώτη φορά στις αγορές στοιχείων ενεργητικού ή στην αποδοχή ενεχύρων από την ΕΚΤ θα λαμβάνεται υπόψη το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των συγκεκριμένων εταιρειών. Αυτό δεν στηρίζεται μόνο στη γενική ανάγκη η ΕΚΤ να ασκήσει πίεση σε μια πιο «πράσινη» κατεύθυνση, αλλά και στο γεγονός ότι πλέον με δεδομένη την εκκίνηση διαδικασία απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα και μετάβαση στις ανανεώσιμες, ορισμένες κατηγορίες εταιρειών και βιομηχανιών αποκτούν ένα επιπλέον στοιχείο κινδύνου που θα συνυπολογίζεται. Ωστόσο και εδώ μιλάμε για το 2024 και μετά καθώς θα χρειαστεί να θεσμοθετηθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο η υποχρέωση των εταιρειών να ενημερώνουν και για τους κλιματικούς κινδύνους τους για να μπορεί η ΕΚΤ να εκτιμά εάν τα ομόλογά εντάσσονται στα προγράμματα αγοράς στοιχείων ενεργητικού και ενεχύρων.

Το νέο τοπίο

Όλα αυτά επιβεβαιώνουν ότι σταδιακά διαμορφώνεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο μια σχετική επίγνωση ότι τα εργαλεία άσκησης πολιτικής του ευρωπαϊκού οικοδομήματος πρέπει να προσαρμοστούν σε νέες προκλήσεις,  που δεν είναι αυτές ενός ανεξέλεγκτου πληθωρισμού αλλά πολύ περισσότερο μιας υποτονικής ανάπτυξης που θα κατατείνει στη στασιμότητα. Μάλιστα ακόμη και φέτος που διεθνώς εκτιμάται ότι θα υπάρξει επιστροφή πληθωριστικών τάσεων, ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη έφτασε τον Μάιο το 2% για να υποχωρήσει τον Ιούνιο στο 1,9%. Προφανώς η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν μπορεί να υποκαταστήσει άλλες παραμέτρους όπως είναι οι αναγκαίες τομές στην παραγωγικότητα ή το απωθημένο ερώτημα για τη βιομηχανική πολιτική. Ωστόσο είναι σαφές ότι πλέον πλευρές μιας προηγούμενης ορθοδοξίας ξεπερνιούνται, έστω και εν μέρει, στην προσπάθεια της ευρωπαϊκής ανάκαμψης.