Ηαναμέτρηση με τη νέα έξαρση των κρουσμάτων της πανδημίας στη χώρα μας, έχει επαναφέρει τη δημοσιότητα σε μια συνθήκη που κατά βάση κυριαρχείται από το στοιχείο του φόβου. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να πει ότι είναι ως να γίνεται προσπάθεια να φοβηθεί ξανά η κοινωνία ή να επιστρέψει σε εκείνα τα επίπεδα φόβου που υπήρχαν σε προηγούμενες φάσεις της πανδημίας και τα οποία θεωρούνται αναγκαία για να συμμορφωθεί με την τήρηση των μέτρων και για να συμμετέχει καθολικά στον εμβολιασμό, ώστε να επιτευχθεί το επιθυμητό «τείχος ανοσίας».

Παρότι το αίσθημα του φόβου απέναντι σε μια απειλή για την υγεία είναι ένα φυσιολογικό αντανακλαστικό, η απουσία του οποίου ενέχει κινδύνους, και παρότι μέρος μιας εκστρατείας για την αντιμετώπιση μιας απειλής για την υγεία είναι προφανώς και η προβολή του υπαρκτού κινδύνου, εντούτοις δεν είμαι βέβαιος ότι η απλή καλλιέργεια φόβου μπορεί να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Δεν αναφέρομαι μόνο στον τρόπο που μια ορισμένη προσπάθεια δημιουργίας φόβου δεν έχει πάντα τα επιθυμητά αποτελέσματα (ας θυμηθούμε τις καμπάνιες για το κάπνισμα), με τους ανθρώπους απλώς να προσπερνούν τα σχετικά μηνύματα. Κυρίως αναφέρομαι στο γεγονός ότι ο φόβος από μόνος του δεν μπορεί να απαντήσει στη βασική πρόκληση που είναι η προσπάθεια να τροποποιούμε και να μετασχηματίζουμε τη ζωή μας σε μια πιο ασφαλή μορφή, ακριβώς ώστε να μπορούμε να συνεχίζουμε να έχουμε κοινωνική δραστηριότητα με μειωμένο κίνδυνο.

Σε αυτό μπορεί να αποδώσει πολύ περισσότερο η επίκληση της αναγκαίας αλληλεγγύης στους ευπαθείς όπως και η θετική διάσταση ότι ακριβώς με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συνεχιστεί η κοινωνική ζωή και να μην τεθεί ξανά σε καθεστώς αναστολής. Και αυτό σημαίνει, πέραν όλων των άλλων, ότι αντί για προσπάθεια «τρομοκράτησης» είναι προτιμότερη μια μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη συλλογική ευφυΐα της κοινωνίας και την ικανότητά της να κατανοήσει ποιο είναι το επίδικο αυτής της προσπάθειας και ποια η δική της ευθύνη.