«Τα μόνα κάλαντα που αποπειράθηκα να πω ήταν εκείνα της παραμονής των Χριστουγέννων του 1943. Ολόκληρη την εβδομάδα τα προβάριζα και δε θα μπορούσα να πω ότι το βράδυ της προπαραμονής τα ’ξερα στην εντέλεια. Έφταιγαν, ασφαλώς, οι μεγάλοι στο σπίτι μας, που βάλθηκαν να μου τα μάθουνε όλα μαζί και μονοκοπανιάς· κάλαντα, δηλαδή, Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και Φώτων! Πού να χωρέσουν όλα εκείνα τα άγνωστα και μυστήρια λόγια μες στο μυαλό εξάχρονου παιδιού; Κι ύστερα, άντε να πεις πως χώραγαν· πού να τα ξεχωρίσει, να τα κατατάξει σε ξεχωριστές μερίδες, στίχους, στροφές…; Όμως, παρ’ όλα αυτά, τίποτ’ εγώ. Εκεί, τα κάλαντα θα τα ’λεγα ό,τι κι αν γίνονταν κι ας δημιουργούσα, δε βαριέσαι, στους μεγάλους μια γενική θυμηδία ή, ανάλογα με τη διάθεσή τους, μια γενική αγανάκτηση. Κι επέμενα να ξεφουρνίζω ό,τι μου κατέβαινε. Φτάνει να συνταιριάζονταν τα λόγια με τη μουσική:

Καλήν εσπέραν άρχοντες
από την Καισαρεία…

Όταν, όμως, μπερδευόμουνα και δε μπορούσα να χωρέσω τα λόγια στη μουσική, βαρούσα δυνατά και σα δαιμονισμένος το τρίγωνο, έτσι, που τελικά, να μην ακούγονται ούτε λόγια ούτε μουσική ούτε τίποτε, παρά μονάχα εκείνος ο συνεχής μεταλλικός ήχος. Τραγέλαφος, θα πεις, μα έλα που εγώ, καλά και σώνει, ήθελα να πω τα κάλαντα. Τα ονειρευόμουνα, τα τακτοποιούσα όλα με το νου μου μέρες και μέρες πριν κι εκείνη τη νύχτα, που θα ξημέρωνε την πολυπόθητη παραμονή των Χριστουγέννων, ύπνος δε με κολλούσε.

Έμεινα ξύπνιος, μα ωστόσο ονειρευόμουν· το πώς θα σηκωνόμουνα μες στο σκοτάδι, πώς θα ντυνόμουνα στα γρήγορα, ακροπατώντας στα νύχια των ποδιών, πώς θα ’βγαινα πρώτος εγώ απ’ όλα τα παιδιά της γειτονιάς και θα τους έτρωγα όλους το καϊμάκι εισπράττοντας το πιο γερό μπαχσίσι, λες κι ο κόσμος άλλο γκαϊλέ δεν είχε, μόνο να περιμένει ξάγρυπνος, μες στ’ άγρια χαράματα, να ιδεί ποιος θα ’ρχονταν πρώτος για να του δώσει το βραβείο.

[…]

Δίστασα για λίγο, κι ύστερα «ένα, δύο, τρία», είπα μέσα μου αποφασιστικά και τινάχτηκα επάνω κι άρχισα να ντύνομαι γρήγορα και στα τυφλά. Στάθηκα, για μια στιγμή, στην πόρτα κι αναλογίστηκα, μήπως είχα ξεχάσει τίποτε. Πήρα το τρίγωνο απ’ το χερούλι. Δεν έμεινε παρά να βγάλω το σύρτη απ’ την πόρτα, να σταθώ στο πλατύσκαλο, όσο να κλείσω πίσω μου την πόρτα, να κατέβω προσεκτικά την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στην αυλή μας, να βγάλω το σίδερο που σφαλίζαμε την εξώπορτα κι από κει θα ’σερνα το μάνταλο και, μεμιάς, θα βρισκόμουνα έξω στο δρόμο, για να πάρω ένα ένα τα σπίτια της γειτονιάς, να τα πω…

Έτσι κι έκανα, μα σαν στάθηκα στο πλατύσκαλο, μια παγωμένη πνοή του ανέμου ήρθε και μου μαστίγωσε, θαρρείς, το πρόσωπο, τα χέρια και τα γυμνά λιπόσαρκα πόδια μου. Κατέβηκα βιαστικά κάτω στην αυλή, κι όσο να πεις, η μάντρα γύρω γύρω έκοβε λιγάκι τη φόρα του αέρα. Έβγαλα το σίδερο κι ήμουνα έτοιμος να τραβήξω το μάνταλο και να βγω έξω· δεν χρειάζονταν παρά μονάχα μια ανεπαίσθητη κίνηση· μια μικρή πίεση του δάχτυλού μου πάνω στο γλωσσίδι κι από κει και ύστερα… Στάθηκα, για μια στιγμή, αναποφάσιστος· έξω στο δρόμο δεν ακούγονταν ψυχή κι εξάλλου αυτό πώς μου διέφυγε; με την κυκλοφορία, τι γινότανε; Από ποια ώρα και μετά επιτρεπόταν η κυκλοφορία και τι ώρα ήταν τώρα; Έπρεπε να περιμένω εδώ στο κρύο, ώσπου ν’ ακούσω έξω κάποια κίνηση, βήματα, ομιλίες οτιδήποτε. Κάθισα χαμηλά και ζάρωσα στην κόχη της εξώπορτας, ενώ προσπαθούσα να σκεπαστώ όσο γινότανε καλύτερα, μ’ εκείνο το παλιοπανωφόρι μου, αυτό που πριν φτάσει σε μένα έφτασε παλιωμένο απ’ τον πατέρα μου στο μεγάλο μου αδερφό κι απ’ αυτόν, αφού πρώτα το ’λιωσε όσο μπορούσε κι αυτός, έφτασε σε μένα, φαρδύ σαν κελεμπία, μπαλωμένο παντού, λεπτό σα γάζα πια, ανίκανο να με προστατέψει απ’ το παραμικρό κρύο, τόσο που απορούσες, τι περίμενε η μάνα μου τόσον καιρό και δεν έλεγε να το κάνει πατσαβούρες ή ξεσκονόπανα ή να το φτιάξει λουρίδες για κουρελού.

Ένα κονσερβοκούτι κατρακυλούσε πάνω στο καλντερίμι κι έκανε την καρδιά μου να κλοτσάει μέσα μου δυνατά και άρρυθμα. Ο φόβος μου, όσο πήγαινε, αβγάτιζε. Η αίσθηση της κοντινής παρουσίας των δικών μου, που κοιμόνταν ήσυχοι μες στα ζεστά τους σκεπάσματα, δε μ’ ηρεμούσε. Και ξαφνικά, άκουσα εκείνα τα γρήγορα, τα τρεχάτα βήματά του να κατρακυλούν, θαρρείς, απ’ τη γωνιά του δρόμου προς τα δω, προς το σπίτι μας. Έτρεμα σαν κάνα ξερόφυλλο, κουλουριασμένος, δυο κάτια, μες στην απάνεμη κόχη μου. Τα βήματα ακούγονταν όλο και πιο κοντινά. Πόσο κοντινά όμως; Κόλλησα τ’ αυτί μου στην πόρτα. Απ’ την άλλη μεριά άκουγα τη λαχανιασμένη αναπνοή του. Δοκίμαζε με την πλάτη του ν’ ανοίξει την πόρτα μας. Αν άπλωνα το χέρι μου και πίεζα το δάχτυλό μου επάνω στο γλωσσίδι, θα βρίσκονταν μέσα σε μια στιγμή κι από κει… Κατέστρωσα στα γρήγορα το σχέδιο· απ’ την αυλή μας θα βρισκόταν μ’ ένα σάλτο στο φωταγωγό του πλαϊνού κι από κει, ίσια στον αυλόγυρο της «Νέας Παναγίας»… Άπλωσα το χέρι μου κι ακούμπησα το δάχτυλο πάνω στο γλωσσίδι· μια κίνηση απόμενε, μια μόνον κίνηση κι από κει κι ύστερα, όλα θα πήγαιναν καλά. Το χέρι μου, όμως, απόμενε κοκαλωμένο εκεί επάνω, στη σιδερένια επιφάνεια. Ο άνθρωπος απ’ την άλλη πλευρά της πόρτας μας δοκίμαζε και ξαναδοκίμαζε να την ανοίξει σκουντώντας την με την πλάτη. Απ’ τη γωνιά ακούστηκαν τα ποδοβολητά απ’ τις μπότες τους, οι προσταχτικές φωνές τους, οι βλαστήμιες τους (δε μπορεί· βλαστήμιες γερμανικές θα πρέπει να ’τανε αυτές οι αγριοφωνάρες τους).

Ο άλλος έκανε την τελευταία, πιο απελπισμένη, προσπάθεια ν’ ανοίξει την πόρτα μας σκουντώντας την μ’ όλο του το κορμί δυνατά κι επίμονα. Κι ύστερα, θαρρείς πως έπαιρνε φόρα απ’ αυτό το σκούντημα, ξεχύθηκε με γρήγορα κι αλαφιασμένα τρεχαλητά στο δρόμο. Πού μπορούσε, όμως, να πάει; Από ποια μεριά μπορούσε να ξεφύγει; «Αλτ», ακούστηκε η άγρια φωνή και ταυτόχρονα μια ριπή, μια μονάχα ριπή απ’ αυτόματο έσκισε τον παγωμένο αέρα κι ο γδούπος που έκανε το κορμί του ανθρώπου, καθώς σωριάζονταν άπνοο πάνω στο δρόμο. Οι μπότες απομακρύνθηκαν, ώσπου σβήσανε εντελώς μαζί με τα ξεδιάντροπα και θριαμβευτικά εκείνα γέλια τους».

*Απόσπασμα από το πεζογράφημα του Τόλη Καζαντζή «Αχ και να ξανάρχονταν» («Το τελευταίο καταφύγιο και άλλα διηγήματα», Νεφέλη, Αθήνα 1989, σ. 96-97 & 100-102), πηγή: greek-language.gr

Ο Τόλης Καζαντζής (1938-1991) γεννήθηκε και έζησε στη Θεσσαλονίκη.

Σπούδασε νομικά και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στη γενέτειρά του.

Το πεζογραφικό έργο του, οι βιβλιοκρισίες του και οι μελέτες του γύρω από το πολιτιστικό κλίμα της Θεσσαλονίκης δημοσιεύτηκαν σε περιοδικά, εφημερίδες και συλλογικές εκδόσεις.

Τα θέματά του αναφέρονται στη ζωή της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της Κατοχής και της μετακατοχικής περιόδου.

Στο συγγραφικό έργο του περιλαμβάνονται τα πεζογραφήματα «Η κυρα-Λισάβετ» (1975), «Η παρέλαση» (1976), «Ενηλικίωση» (1980), «Οι πρωταγωνιστές» (1983), «Μια μέρα με τον Σκαρίμπα» (1985, Κρατικό Βραβείο Μυθιστορηματικής Βιογραφίας 1986), «Καταστροφές» (1987), «Το τελευταίο καταφύγιο» (1989), «Ματαιότης ματαιοτήτων» (1994), καθώς και η μελέτη «Η πεζογραφία της Θεσσαλονίκης 1912-1983» (1991).

Διηγήματα του Καζαντζή έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, τα αγγλικά, τα γερμανικά, τα ολλανδικά και τα ιταλικά.