Αφού δεν το ομολογεί κανείς, αναλαμβάνω την ευθύνη να το μπουμπουνίσω εγώ, με το δικαίωμα που μου δίνει η υποψία ότι υπάρχουν πάρα πολλοί σαν κι εμένα εκεί έξω, και θα σας εξηγήσω αμέσως περί τίνων πρόκειται. Ή μάλλον θα παρακαλέσω τον Αρθουρ Μίλερ να κάνει τις συστάσεις, από το βάθος του χρόνου, όταν το 1994 έγραφε ένα από τα ύστερα έργα του, το «Σπασμένο γυαλί», το οποίο έκτοτε παίχτηκε πολλές φορές και στην Ελλάδα.

Η περίληψη: Το 1938, τη Νύχτα των Κρυστάλλων, πριν ακόμη τα ραδιόφωνα να μεταφέρουν τα μαντάτα στις Ηνωμένες Πολιτείες, μια νεοϋορκέζα νοικοκυρά, η Σίλβια Γκέλμπεργκ, ξυπνάει αξημέρωτα από τη μέση και κάτω παράλυτη. Γιατροί σκίζουν τα πτυχία τους καθότι τίποτα το παθολογικό δεν ανιχνεύεται στον οργανισμό της, ενώ η ίδια η παθούσα δεν ανταποκρίνεται στα άρον τον κράββατόν σου και περιπάτει που της εκπέμπει ανυπόμονα ο οικογενειακός και ο ευρύτερος κοινωνικός ιστός, απηυδισμένος από τον ανεξήγητο μπελά που έβαλε στο κεφάλι του.

Ενας γιατρός: Ο επίμονος δόκτωρ Χάρι Χάιμαν, εμφορούμενος από τα πρώιμα ψυχαναλυτικά σκιρτήματα που συντάραξαν και καθόρισαν τις ΗΠΑ, σκύβει πάνω από την ασθενή και προσπαθεί να την τραβήξει μέσα από τα σπασμένα γυαλιά, να πάψει πια να κυλιέται και να κόβεται για μια τραγωδία που στο κάτω κάτω δεν την κόφτει καθόλου. Ή μήπως την κόφτει έστω και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το μακελειό που προκάλεσαν οι Ναζί στις εβραϊκές συνοικίες του Βερολίνου και της Βιέννης;

Ολίγον σπόιλερ: Να μη σας κρατάω άλλο σε αγωνία. Η κ. Γκέλμπεργκ, με τα πολλά, θυμάται ότι είναι Εβραία ή μάλλον ότι «ήταν» Εβραία, πριν να την πάρει σβάρνα η ενσωμάτωση στο αμερικάνικο μικροαστικό ιδεώδες, γάμος, μπικουτί, φιστικοβούτυρο και pumpkin pie. Ποια νευρική της απόληξη, ποιος αυτονομημένος της αισθητήρας την έκανε να αιμορραγεί και να παραλύει μέσα στο απολύτως ασφαλές διαμερισματάκι της στο Μπρούκλιν;

Ο ψευδοεαυτός: Συγνώμη κιόλας, αλλά έχω την πεποίθηση ότι μέσα σ’αυτό το κακό που μας έχει βρει, οι μόνοι σωσμένοι θα είμαστε η Σίλβια Γκέλμπεργκ κι εμείς που αφήσαμε τα συναισθήματά μας να μας λιώσουν, που δεν τα πετάξαμε σαν μπαλάκι του σκουός, μια να χτυπάνε τον τοίχο και μια το κεφάλι μας, κατασκευάζοντας έναν ευκαιριακό εαυτό που αίφνης τρελαίνεται για βόλτες, τρώει σαν να μην υπάρχει αύριο και κατεβάζει τους καλεσμένους του κρυφά, σαν τον Αγιο Βασίλη από την καμινάδα. Δεν ισχυρίζομαι ότι θα παραλύσουν από τη μέση και κάτω αλλά από τον λαιμό και πάνω, οπωσδήποτε.

Και μπόλικη Ψευδοευτυχία: «Ποιος φοβάται να ζήσει χωρίς ψευδαισθήσεις» μάς τραγουδάει από το 1962 ο Εντουαρντ Αλμπι εμβολιάζοντας τον ψυχροπολεμικό κόσμο με τη φοβέρα της «Βιρτζίνιας Γουλφ». Αλλά τι το βλέπουμε το θέατρο αφού δεν θέλουμε να το δούμε;