Η αξιολόγηση του έργου του Ηροδότου είναι μια δύσκολη υπόθεση.

Ενδεικτικό επ’ αυτού είναι το γεγονός ότι ο Ηρόδοτος άλλοτε χαρακτηρίζεται ένας κάπως επιπόλαιος αφηγητής ιστοριών, άλλοτε ένας βαθυστόχαστος αναλυτής της ανθρώπινης μοίρας και άλλοτε πάλι ένας ιστορικός που είναι σίγουρος για το σκοπό του.

Ο ίδιος, με τις πρώτες κιόλας λέξεις της εισαγωγικής φράσης του (ιστορίης απόδεξις), αποκαλύπτει την περιοχή όπου γεννήθηκε το έργο του: είναι η άγρυπνη φιλομάθεια που συνόδευε τους ίωνες αποίκους στα μακρινά ταξίδια τους, η έντονη επιθυμία του εξερευνητή-ταξιδιώτη να επισκεφθεί τα ξένα μέρη μόνο και μόνο για χάρη της γνώσης που θα κέρδιζε.

Έτσι, ο Ηρόδοτος τοποθετεί τον εαυτό του μέσα στην παράδοση της ιωνικής εθνογραφίας, αποδεικνύεται δε με ένα μέρος του έργου του συνεχιστής της κατεύθυνσης που είχε χαράξει ο Εκαταίος ο Μιλήσιος.

Το συστατικό αυτό του ηροδότειου έργου αποτυπώθηκε καθαρά στους μεγάλους λαογραφικούς λόγους του —τον αιγυπτιακό, τον σκυθικό και τον λιβυκό—, αλλά και σε μικρότερες εθνογραφικές παρεμβολές, όπως ο μασσαγετικός λόγος στο τέλος του πρώτου βιβλίου.

Όμως, με την εισαγωγική φράση του έργου του, που είχαμε παραθέσει στο τέταρτο κατά σειράν άρθρο για τον Ηρόδοτο (Μέρος Δ’), ο συγγραφέας, επιχειρώντας να καθορίσει το θέμα του, φανερώνει αφενός μεν το πόσο πολύ νιώθει τον εαυτό του σαν ένα διαλεχτό φύλακα της δόξας και διάδοχο του Ομήρου, αφετέρου δε το πόσο πολύ στρέφει το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο και τη συμπεριφορά του.

Και σε αυτό ακριβώς έγκειται η διαφορά του από τον Εκαταίο: στο κέντρο του ηροδότειου έργου βρίσκεται ο άνθρωπος, ενώ οι όποιες γεωγραφικές παρεκβάσεις συνάπτονται ως επί το πλείστον με τις συνθήκες ζωής του ανθρώπου.

Ηρόδοτος, pater historiae (Μέρος Α’)

Ηρόδοτος, pater historiae (Μέρος Β’)

Ηρόδοτος, pater historiae (Μέρος Γ’)

Ηρόδοτος, pater historiae (Μέρος Δ’)

Ηρόδοτος, pater historiae (Μέρος Ε’)

Ηρόδοτος, pater historiae (Μέρος ΣΤ’)

Ηρόδοτος, pater historiae (Μέρος Ζ’)

Ηρόδοτος, pater historiae (Μέρος Η’)