δίκη της Χρυσής Αυγής ανέδειξε κάποιες ενδιαφέρουσες παράλληλες πλευρές. Η μία από αυτές είναι οι μικροί καθημερινοί φασισμοί, στους οποίους αναφέρεται και ο Μίκης Θεοδωράκης στο σημερινό του άρθρο. Εξτρεμιστικές συμπεριφορές, δηλαδή, απέναντι όχι μόνο σε μειονότητες, αλλά σε οτιδήποτε διαφορετικό, αδύναμο ή ευάλωτο. Η ευκολία με την οποία χαρακτηρίζεται «ενδοτικός» όποιος εκφράζει μια διαφορετική άποψη για τα εθνικά. Η βία και οι διακρίσεις κατά των γυναικών. Η στάση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας απέναντι στον Ζακ.

Μια άλλη πλευρά είναι το χαμηλό επίπεδο του πολιτικού συστήματος. Πριν σβήσει καλά – καλά η φωνή της προέδρου του δικαστηρίου που κήρυξε τη Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση, ένας πρώην υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε το κόμμα του ότι είχε φροντίσει με την αναθεώρηση των ποινικών κωδίκων να πέσουν στα μαλακά οι νεοναζί, το κυβερνών κόμμα απέδιδε στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης «απροκάλυπτο κυνισμό» και «απύθμενη υποκρισία» κι εκείνος απαντούσε λίγο αργότερα «δι’ αντιπροσώπων»: με ένα πρωτοφανούς χυδαιότητας πρωτοσέλιδο της Αυγής.

Εχουν σημασία αυτές οι διαπιστώσεις, γιατί υποδεικνύουν τις βαθύτερες αιτίες της ελληνικής (και φυσικά όχι μόνο ελληνικής) κακοδαιμονίας. Αυτές τις ώρες, όμως, το κυρίαρχο ζήτημα είναι η ολοκλήρωση με υποδειγματικό τρόπο μιας ιστορικής δίκης. Η Ελλάδα έδωσε σε όλο τον κόσμο ένα παράδειγμα απονομής δικαιοσύνης. Οπως συνέβη και με τη διαχείριση του πρώτου κύματος της πανδημίας, οι άλλοι θα δείχνουν την Ελλάδα και θα λένε, να, έτσι θα το κάνουμε. Εκεί, ήταν η ικανότητα μιας κοινωνίας να δείξει πειθαρχία μπροστά σε έναν αόρατο εχθρό. Εδώ, είναι η ικανότητα τριών δικαστών να δείξουν ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και τόλμη μπροστά σε έναν ορατό εχθρό.

Πίσω τους, υπήρξαν φυσικά κι άλλοι δικαστικοί, ανακριτές, εφέτες, εισαγγελείς, που συγκέντρωσαν το υλικό, συνέταξαν τις προτάσεις,  τεκμηρίωσαν τις διώξεις. Ολοι υπήρξαν άψογοι, διαψεύδοντας όσους φοβόντουσαν σκοπιμότητες ή ανησυχούσαν για τη «δικτατορία των δικαστών». Η σημερινή Ελλάδα δεν είναι η Ιταλία των «Καθαρών Χεριών». Ούτε βέβαια η Ελλάδα του Σαρτζετάκη. Υπάρχουν άλλωστε κι άλλα παραδείγματα. Οσο ντρεπόμασταν με τον πολιτικό που ήταν ο προηγούμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας, τόσο υπερήφανοι είμαστε με τη δικαστή που τον διαδέχθηκε. Εντάξει, ο πρώτος πληθυντικός είναι αυθαίρετος. Τον παίρνω πίσω.

Η δημοκρατία δείχνει σήμερα την ωριμότητά της και το κράτος δικαίου τη δύναμή του. Θεωρούσαμε την καταδίκη των κατηγορουμένων εξίσου αυτονόητη με το δικαίωμά τους τα προηγούμενα χρόνια να κυκλοφορούν ανάμεσά μας, να εμφανίζονται στα κανάλια, να απειλούν, να ειρωνεύονται, να προπηλακίζουν, να προγράφουν, να σκοτώνουν. Κι όχι μόνο τη θεωρούσαμε αυτονόητη, αλλά θέλαμε και να αποφασιστεί με διαδικασίες-εξπρές. Τίποτα δεν ήταν αυτονόητο. Και τίποτα δεν έπρεπε να γίνει εσπευσμένα.

Μαρία Λεπενιώτη, Ανδρέα Ντόκε, Γεσθημανή Τσουλφόγλου, σας βγάζουμε το καπέλο. Κι εδώ, ο πρώτος πληθυντικός δεν είναι απλώς θεμιτός, αλλά επιβεβλημένος.